Τι σημαίνει το stretched στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stretched στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stretched στο Αγγλικά.

Η λέξη stretched στο Αγγλικά σημαίνει πιεσμένος, ανεπαρκής, τεντώνομαι, τεντώνομαι, τεντώνω, απλώνω, κάνω διατάσεις σε κτ, ξεχειλώνω, φτάνω, φτάνω, αρκώ, κάνω διατάσεις, ελαστικός, ύπνος, διαδρομή, λίγο, υπερβολή, φυλάκιση, τέντωμα, λιμουζίνα, ελαστικότητα, διάταση, κάνω να φτάσει, απλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stretched

πιεσμένος

adjective (figurative (person: under strain) (μτφ: από δουλειά, άγχος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The employees are already stretched; how do you plan to take on another client without hiring more people?

ανεπαρκής

adjective (figurative (resources: not sufficient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The loss of profits this year means our already stretched budget will be even more limited next year.

τεντώνομαι

intransitive verb (reach up, out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stretch as high as you can and pick that apple from the tree.
Τεντώσου όσο μπορείς και κόψε εκείνο το μήλο απ' το δέντρο.

τεντώνομαι

intransitive verb (on waking: flex muscles)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sadie turned off her alarm clock and stretched.
Η Σάντι έκλεισε το ξυπνητήρι της και τεντώθηκε.

τεντώνω

transitive verb (lengthen, extend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to stretch the rope to its full length.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εξέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ανέπεμψε μια εγκάρδια προσευχή στο Θεό.

απλώνω

transitive verb (make expand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shoes will fit once they've been stretched.
Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν.

κάνω διατάσεις σε κτ

transitive verb (muscles: flex)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need to stretch my legs before I run the race.
Πρέπει να κάνω διατάσεις στα πόδια πριν τρέξω στον αγώνα.

ξεχειλώνω

intransitive verb (spread, extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fabric will stretch when it's wet, and shrink as it dries.
Το ύφασμα θα ξεχειλώσει, όταν βραχεί, και θα μαζέψει καθώς θα στεγνώνει.

φτάνω

(informal, figurative (extend to doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My language skills don't stretch to Japanese.
Οι γλωσσικές μου δεξιότητες δεν φτάνουν μέχρι τα Ιαπωνικά.

φτάνω, αρκώ

verbal expression (informal, figurative (extend to [sth]) (για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm afraid my conversational skills in Italian don't stretch to negotiating house prices.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά.

κάνω διατάσεις

intransitive verb (warm up before exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's important to stretch before and after exercising.
Είναι σημαντικό να κάνεις διατάσεις πριν και μετά την άσκηση.

ελαστικός

adjective (elasticated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She put on stretch pants and began to do yoga.

ύπνος

noun (US, informal (rest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm going to the bedroom for a stretch after lunch.

διαδρομή

noun (length of road, track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stretch up ahead is flat and straight.

λίγο

noun (time: period, interval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Let's rest for a stretch after we finish the job.

υπερβολή

noun (informal, figurative (exaggeration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a bit of a stretch to call her a teacher. She helps out in the classroom occasionally, that's all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ε, όχι και όμορφη η Μαρία! Αυτό είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά!

φυλάκιση

noun (slang (prison term)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judge sent him down for a ten-year stretch.

τέντωμα

noun (act of stretching limbs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A stretch always helps me wake up in the mornings.

λιμουζίνα

noun (stretch limo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students hired a stretch for graduation day.
Οι μαθητές νοίκιασαν μια λιμουζίνα για την ημέρα της αποφοίτησης.

ελαστικότητα

noun (elasticity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's always good to have some clothes with a bit of stretch in them, just in case you put on weight.

διάταση

plural noun (warm-up exercise) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always do a few stretches before I go for my run.

κάνω να φτάσει

transitive verb (figurative (money: eke out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have to stretch our money and make it last all week.
Πρέπει να κάνουμε τα χρήματά μας να φτάσουν για όλη την εβδομάδα.

απλώνω

transitive verb (wings: spread)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The turkey stretched its wings and tried to fly, but was too heavy to leave the ground.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stretched στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stretched

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.