Τι σημαίνει το stretching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stretching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stretching στο Αγγλικά.

Η λέξη stretching στο Αγγλικά σημαίνει τεντώνομαι, τεντώνομαι, τεντώνω, απλώνω, κάνω διατάσεις σε κτ, ξεχειλώνω, φτάνω, φτάνω, αρκώ, κάνω διατάσεις, ελαστικός, ύπνος, διαδρομή, λίγο, υπερβολή, φυλάκιση, τέντωμα, λιμουζίνα, ελαστικότητα, διάταση, κάνω να φτάσει, απλώνω, απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω, με την μία, αμέσως, για λίγο, τελική ευθεία, φτάνω μέχρι, ραγάδα, μεγάλο διάστημα, απλώνω, τεντώνω, περπατώ για να ξεμουδιάσω, απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stretching

τεντώνομαι

intransitive verb (reach up, out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stretch as high as you can and pick that apple from the tree.
Τεντώσου όσο μπορείς και κόψε εκείνο το μήλο απ' το δέντρο.

τεντώνομαι

intransitive verb (on waking: flex muscles)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sadie turned off her alarm clock and stretched.
Η Σάντι έκλεισε το ξυπνητήρι της και τεντώθηκε.

τεντώνω

transitive verb (lengthen, extend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to stretch the rope to its full length.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εξέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ανέπεμψε μια εγκάρδια προσευχή στο Θεό.

απλώνω

transitive verb (make expand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shoes will fit once they've been stretched.
Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν.

κάνω διατάσεις σε κτ

transitive verb (muscles: flex)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need to stretch my legs before I run the race.
Πρέπει να κάνω διατάσεις στα πόδια πριν τρέξω στον αγώνα.

ξεχειλώνω

intransitive verb (spread, extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fabric will stretch when it's wet, and shrink as it dries.
Το ύφασμα θα ξεχειλώσει, όταν βραχεί, και θα μαζέψει καθώς θα στεγνώνει.

φτάνω

(informal, figurative (extend to doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My language skills don't stretch to Japanese.
Οι γλωσσικές μου δεξιότητες δεν φτάνουν μέχρι τα Ιαπωνικά.

φτάνω, αρκώ

verbal expression (informal, figurative (extend to [sth]) (για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm afraid my conversational skills in Italian don't stretch to negotiating house prices.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά.

κάνω διατάσεις

intransitive verb (warm up before exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's important to stretch before and after exercising.
Είναι σημαντικό να κάνεις διατάσεις πριν και μετά την άσκηση.

ελαστικός

adjective (elasticated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She put on stretch pants and began to do yoga.

ύπνος

noun (US, informal (rest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm going to the bedroom for a stretch after lunch.

διαδρομή

noun (length of road, track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stretch up ahead is flat and straight.

λίγο

noun (time: period, interval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Let's rest for a stretch after we finish the job.

υπερβολή

noun (informal, figurative (exaggeration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a bit of a stretch to call her a teacher. She helps out in the classroom occasionally, that's all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ε, όχι και όμορφη η Μαρία! Αυτό είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά!

φυλάκιση

noun (slang (prison term)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judge sent him down for a ten-year stretch.

τέντωμα

noun (act of stretching limbs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A stretch always helps me wake up in the mornings.

λιμουζίνα

noun (stretch limo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students hired a stretch for graduation day.
Οι μαθητές νοίκιασαν μια λιμουζίνα για την ημέρα της αποφοίτησης.

ελαστικότητα

noun (elasticity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's always good to have some clothes with a bit of stretch in them, just in case you put on weight.

διάταση

plural noun (warm-up exercise) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always do a few stretches before I go for my run.

κάνω να φτάσει

transitive verb (figurative (money: eke out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have to stretch our money and make it last all week.
Πρέπει να κάνουμε τα χρήματά μας να φτάσουν για όλη την εβδομάδα.

απλώνω

transitive verb (wings: spread)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The turkey stretched its wings and tried to fly, but was too heavy to leave the ground.

απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω

phrasal verb, intransitive (lie down, sprawl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I just like to stretch out on the sofa and relax in front of the TV after a hard day at the office.
Μου αρέσει απλά να ξαπλώνω στον καναπέ και να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο.

με την μία, αμέσως

expression (in one session)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Although I can read English for hours, I can only manage about ten pages of French at a stretch.

για λίγο

adverb (for a while)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τελική ευθεία

noun (final stages of race or journey)

As they approached the home stretch, the two runners engaged in a thrilling race to the finish line.

φτάνω μέχρι

verbal expression (time: go back as far as) (χρόνος: στο παρελθόν)

ραγάδα

noun (streak on skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλο διάστημα

noun (extended period)

He did a stretch of time in prison.

απλώνω, τεντώνω

(extend to full length)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you stretch out your arm, you can probably reach me.
Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις.

περπατώ για να ξεμουδιάσω

verbal expression (informal (walk to exercise leg muscles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω

verbal expression (lie down, sprawl)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stretching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stretching

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.