Τι σημαίνει το strength στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης strength στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strength στο Αγγλικά.

Η λέξη strength στο Αγγλικά σημαίνει δύναμη, αντοχή, ισχύς, δυνατό σημείο, ένταση, δύναμη, δύναμη, συγκριτική δύναμη, το πόσο δυνατό ή ελαφρύ είναι ένα ποτό, ισχύς μπαταρίας, σωματική δύναμη, πλήρης ισχύς, πλήρης ένταση, γίνομαι πιο δυνατός, εσωτερική δύναμη, σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο, μαγνητικό πεδίο, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, ηθικό σθένος, με βάση, δύναμη της θέλησης, ασκήσεις ενδυνάμωσης, δομική αντοχή, αντοχή σε θλίψη, υπερδύναμη, ένταση τεντώματος, τάνυση, όριο διαρροής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης strength

δύναμη

noun (force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He built up his strength by going to the gym every day.
Έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη πηγαίνοντας στο γυμναστήριο κάθε μέρα.

αντοχή

noun (resistance to force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strength of the car's frame protects the passengers.
Η αντοχή του σκελετού του αυτοκινήτου προστατεύει τους επιβάτες.

ισχύς

noun (positive characteristic) (μόνος ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strength of the economy reduced unemployment.
Η ισχύς της οικονομίας μείωσε την ανεργία.

δυνατό σημείο

noun (person: best characteristic)

His greatest strength was his honesty.
Το δυνατό του σημείο είναι η ειλικρίνειά του.

ένταση

noun (light: intensity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strength of a light bulb is measured in watts.

δύναμη

noun (moral fortitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My children have given me great strength in this difficult time.

δύναμη

noun (force as a number of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strength of the crowd showed that their cause had supporters.

συγκριτική δύναμη

noun (of prices)

The strength of the price of oil caused a lot of problems for drivers.

το πόσο δυνατό ή ελαφρύ είναι ένα ποτό

noun (alcohol, drugs: potency)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The strength of the whisky took him by surprise and he soon found himself feeling a little lightheaded.
Δεν περίμενε πως το ουίσκι ήταν τόσο δυνατό και σύντομα άρχισε να νιώθει ζαλισμένος.

ισχύς μπαταρίας

noun (power remaining in a battery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My phone wasn't getting good reception, so I checked the battery strength, it was low.

σωματική δύναμη

noun (physical strength alone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It'll take a lot of brute strength to pull the horse out of that quicksand pit.

πλήρης ισχύς

noun (maximum physical power)

πλήρης ένταση

noun (maximum intensity)

γίνομαι πιο δυνατός

(become stronger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the operation, his legs were weak, but he did a lot of exercises to gain strength.

εσωτερική δύναμη

noun (psychological stamina)

σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο

noun (best feature or quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One of the key strengths of a manager is the ability to bring the best out of everybody.

μαγνητικό πεδίο

noun (where magnetic force acts)

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

noun (strongest point, area of advantage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
His main strength is his ability to speak both Latin and English.

ηθικό σθένος

noun (courage to do what is right)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to summon all your moral strength and tell him the truth.

με βάση

expression (based on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δύναμη της θέλησης

noun (determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was horribly tired, but forced her feet to move by sheer strength of will.

ασκήσεις ενδυνάμωσης

noun (exercise with weights)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It is important for women to do strength training to maintain bone density.

δομική αντοχή

noun (stability)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντοχή σε θλίψη

(construction: of a support)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερδύναμη

noun (extraordinary physical power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένταση τεντώματος, τάνυση

noun (force needed to pull [sth] apart)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Modern steel has a greater tensile strength than does iron.

όριο διαρροής

noun (physics)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strength στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του strength

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.