Τι σημαίνει το succeeding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης succeeding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του succeeding στο Αγγλικά.

Η λέξη succeeding στο Αγγλικά σημαίνει επιτυχία, επόμενος, ακόλουθος, πετυχαίνω, πετυχαίνω, πετυχαίνω σε κτ, επιτυγχάνω σε κτ, πετυχαίνω, διαδέχομαι κπ σε κτ, διαδέχομαι, διαδέχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης succeeding

επιτυχία

noun (success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Succeeding in business takes time, money and dedication.

επόμενος, ακόλουθος

adjective (subsequent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The succeeding presentations will focus on new developments in medicine.

πετυχαίνω

intransitive verb (be successful, triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the end, our team succeeded.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε.

πετυχαίνω

intransitive verb (turn out well)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The project succeeded after a year of efforts.
Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών.

πετυχαίνω σε κτ

(do well in [sth])

He will never succeed in business if he does not get serious.
Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί.

επιτυγχάνω σε κτ

verbal expression (manage to do)

Alan succeeded in mending the chair.

πετυχαίνω

intransitive verb (accomplish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarah spent years trying to learn Spanish and she finally succeeded.

διαδέχομαι κπ σε κτ

(take over after [sb] dies)

Princess Elizabeth succeeded to the throne at the age of 27.

διαδέχομαι

transitive verb (come next, supersede)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frank will succeed his father as president of the company.

διαδέχομαι

transitive verb (follow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As you drive along the coast, one beautiful view succeeds another.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του succeeding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του succeeding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.