Τι σημαίνει το stuff στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stuff στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stuff στο Αγγλικά.

Η λέξη stuff στο Αγγλικά σημαίνει πράγματα, πράγματα, πράγμα, πράγματα, στριμώχνω, χώνω, μπουκώνομαι, μπουκώνομαι με κτ, και τέτοια, και άλλα, διάφορα, -, βουλώνω, -, γεμίζω, βαλσαμώνω, τα θαλασσώνω, καταστρέφω, καλό πράγμα, σκληρό ποτό, και ο πρώτος, γκόμενος, για παιδιά, παιδικός, πανεύκολος, για μικρά παιδιά, είμαι πολύ καλός σε κτ, βία, μπουκώνομαι, το καλό πράγμα, αυτό που χρειάζεται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stuff

πράγματα

noun (informal (things)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is this stuff over here in the corner?
Τι είναι αυτά τα πράγματα στη γωνία;

πράγματα

noun (informal (belongings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My stuff is all in my locker.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα κι έφυγε.

πράγμα

noun (substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
See if you can get that stuff off the car door.
Δες αν μπορείς να βγάλεις αυτό το πράγμα από την πόρτα του αυτοκινήτου.

πράγματα

noun (informal (unimportant things)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There is some other stuff in that room.
Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο.

στριμώχνω, χώνω

transitive verb (cram) (κάτι (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She quickly stuffed all her clothes in her luggage.
Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες.

μπουκώνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (informal (eat greedily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you stuff yourself at lunch, you won't feel like going for a run this afternoon.

μπουκώνομαι με κτ

verbal expression (informal (eat [sth] greedily)

It's impolite to stuff yourself with food at a holiday-party buffet.

και τέτοια, και άλλα

expression (informal (and related things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Travelling helps you learn about life and stuff.

διάφορα

noun (informal (things in general)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I like talking to Steve about stuff; he's a great listener.

-

noun (things relating to specific subject) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You understand all that math stuff; I don't. Oh no, Peter's not going on about car stuff again, is he?
Εσύ καταλαβαίνεις από μαθηματικά και τα συναφή, εγώ πάλι όχι. Ωχ, όχι! Μη μου πεις ότι ο Πίτερ μιλάει πάλι για αυτοκίνητα.

βουλώνω

transitive verb (plug)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pipe was leaking, so Ben stuffed it with rags.

-

transitive verb (cast false votes) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The corrupt politicians stuffed the ballot boxes.
Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί παραποίησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.

γεμίζω

transitive verb (cooking: fill with [sth] savoury)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The easiest way to stuff a turkey is to use a spoon.

βαλσαμώνω

transitive verb (informal (embalm: animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After her pet dog died, she had it stuffed.

τα θαλασσώνω

phrasal verb, intransitive (UK, AU, slang (mess up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was trying to make things better, but I only made them worse; I stuffed up.

καταστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (UK, AU, slang (ruin, mess up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This dreadful weather has certainly stuffed our plans for the weekend up.

καλό πράγμα

noun (informal ([sth] of top quality)

σκληρό ποτό

noun (slang, figurative (liquor, alcoholic drink) (αργκό,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some people like beer or wine, but others prefer the hard stuff.

και ο πρώτος

noun (slang ([sth] especially impressive) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This new tablet computer really is hot stuff.

γκόμενος

noun (slang ([sb] especially impressive) (αργκό: άντρας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jacqueline reckons Tony is "hot stuff."

για παιδιά, παιδικός

noun (informal ([sth] intended for children) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Checkers is kids stuff, let's play chess!

πανεύκολος, για μικρά παιδιά

noun (informal ([sth] very simple) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I could easily do that, it's kids stuff!

είμαι πολύ καλός σε κτ

verbal expression (informal (be an expert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My history teacher really knows her stuff. She has an answer for everything!

βία

noun (informal (physical violence) (σωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We won't tolerate any more rough stuff from you bullies.

μπουκώνομαι

verbal expression (informal (eat greedily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I stuffed my face at dinner and now my belly hurts.

το καλό πράγμα

noun (informal ([sth] of top quality)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτό που χρειάζεται

noun (informal, figurative (courage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stuff στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stuff

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.