Τι σημαίνει το suited στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suited στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suited στο Αγγλικά.

Η λέξη suited στο Αγγλικά σημαίνει κατάλληλος, είμαι κατάλληλος για κτ, κοστούμι, ταγέρ, μαγιό, χρώμα, αγωγή, ταιριάζω, με εξυπηρετεί, προσαρμόζω, αυτός με το κουστούμι, ο τύπος με το κουστούμι, αίτηση, φλερτ, πιο κατάλληλος, ακατάλληλος, ταιριαστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suited

κατάλληλος

adjective (appropriate to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is important to choose a candidate suited to the job.
Είναι σημαντικό να επιλέξεις έναν υποψήφιο κατάλληλο για τη δουλειά.

είμαι κατάλληλος για κτ

verbal expression (be appropriate for or to [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
These boots are suited to walking.

κοστούμι

noun (clothing: jacket and trousers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wore his new suit to the wedding.
Φόρεσε το καινούριο του κοστούμι στο γάμο.

ταγέρ

noun (clothing: jacket and skirt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She wore her suit to the job interview.
Φόρεσε το καινούριο της ταγέρ στη συνέντευξη.

μαγιό

noun (swimsuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a new suit to wear to the beach. It is a lot smaller than the last one.
Αγόρασα ένα καινούριο μαγιό για την παραλία. Είναι πολύ μικρότερο από το προηγούμενο.

χρώμα

noun (cards: clubs, spades, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to match three cards of the same suit.
Πρέπει να μαζέψεις τέσσερα φύλλα της ίδιας φυλής.

αγωγή

noun (lawsuit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The suit alleged that the company stole their intellectual property.
Η αγωγή ισχυριζόταν ότι η εταιρεία έκλεψε την πνευματική τους περιουσία.

ταιριάζω

transitive verb (harmonize or be compatible with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, that dress suits you well.
Ναι, αυτό το φόρεμα σου πηγαίνει πολύ.

με εξυπηρετεί

transitive verb (be OK with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What time would suit you? We can go out to eat Friday night. How does that suit you?
Μπορούμε να πάμε για φαγητό την Παρασκευή το βράδυ. Σε βολεύει;

προσαρμόζω

transitive verb (adapt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We can suit the training to fit your needs.
Μπορούμε να προσαρμόσουμε την εκπαίδευση στις ανάγκες σου.

αυτός με το κουστούμι, ο τύπος με το κουστούμι

noun (slang (man dressed in a suit) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The suits say that we need to change the process? What do they know?

αίτηση

noun (petition, appeal) (ζητάω κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you think she will hear my suit sympathetically?

φλερτ

noun (courtship)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He pleaded his suit, but she still would not agree to marry him.

πιο κατάλληλος

adjective (most appropriate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Which style is best suited to my body shape?
Ποιο στυλ είναι πιο κατάλληλο για το σώμα μου;

ακατάλληλος

adjective (inappropriate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ταιριαστός

adjective (appropriate, compatible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I think they are well suited; they have so many common interests.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suited στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του suited

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.