Τι σημαίνει το superior στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης superior στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του superior στο πορτογαλικά.

Η λέξη superior στο πορτογαλικά σημαίνει καλύτερος, ανώτερος, καλύτερος από κτ/κπ, ανώτερος, ανώτερος από κπ, ανώτερος, ανώτερος, υψηλότερος, ανώτερος, ανώτερος, πάνω, επάνω, τριτοβάθμιος, πρώτος και κύριος, ανώτερος, ανώτερη, άνω, βαρυσήμαντος, υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενη, ανάντης, υπέρτατος, ανώτατος, πάνω, επάνω, βορειότερος, πάνω, επάνω, πάνω, εκλεκτός, άριστος, καλύτερος, κορυφαίος, παλαιότερος, μεγαλύτερος, ο ψηλότερος, που έχει μαγαλύτερη αξία, υπερέχω σε βαθμό, ξεπερνάω, ξεπερνώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κορυφαίος, κουζίνα, κυνόδοντας, τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανώτερη φυλή, υψηλός βαθμός, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, Άρειος Πάγος, αρχιστράτηγος, ανώτατο όριο, άνω άκρο, πάνω μέρος του σώματος, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, ανώτερο εύρος, ψηλότερος όροφος, τελευταίος όροφος, τριτοβάθμια εκπαίδευση, επέμβαση στο στήθος, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, ανώτερος, ντουλαπάκι χειραποσκευών, κάτοχος associate's degree, πάνω όροφος, επάνω όροφος, ανώτερα στελέχη, πάνω δόντια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης superior

καλύτερος

adjetivo (melhor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O produto superior é o mais caro.
Το ανώτερης ποιότητας προϊόν είναι το πιο ακριβό.

ανώτερος

adjetivo (educação) (εκπαίδευση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há menos carreiras na educação superior atualmente.
Υπάρχουν λιγότερες θέσεις εργασίας στην ανώτερη εκπαίδευση αυτήν την εποχή.

καλύτερος από κτ/κπ

adjetivo

Aquele carro é superior a este pois é mais aerodinâmico e é mais eficiente no consumo.
Εκείνο το αυτοκίνητο είναι καλύτερο από αυτό εδώ επειδή είναι πιο αεροδυναμικό και πιο οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης.

ανώτερος

adjetivo (σε ιεραρχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um cabo é superior a um tenente?
Ο δεκανέας είναι ανώτερος από τον υπολοχαγό;

ανώτερος από κπ

adjetivo

Gerald é o gerente, então ele é superior a Robert, que é somente o vice-gerente.
Ο Τζέραλντ είναι ο διευθυντής και έτσι είναι ανώτερος από τον Ρόμπερτ, ο οποίος είναι μόνο βοηθός διευθυντή.

ανώτερος

substantivo masculino (alguém de um grau mais elevado)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Se você quer um aumento, fale com seu superior.
Άμα θέλεις αύξηση, μίλα στον προϊστάμενό σου.

ανώτερος, υψηλότερος

(idéia) (μεταφορικά: ιδέα, σκοπός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele sentiu que Deus estava lhe chamando para um propósito mais avançado.
Ένιωθε πως ο Θεός τον καλούσε για έναν ανώτερο σκοπό.

ανώτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O jardineiro cortou a parte superior da cerca viva.
Ο κηπουρός κλάδεψε το πάνω μέρος των θάμνων του φράκτη.

ανώτερος

adjetivo (status)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω, επάνω

adjetivo (o mais alto de dois) (καθομιλουμένη)

A casa tinha um andar superior e um inferior.
Το σπίτι είχε έναν πάνω και έναν κάτω όροφο.

τριτοβάθμιος

adjetivo (educação: depois do secundário)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτος και κύριος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Η ασφάλεια θα πρέπει να είναι το πρώτο και κύριο μέλημα των σχεδιαστών αυτοκινήτων.

ανώτερος, ανώτερη

(alguém ou algo de maior status)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

άνω

adjetivo (επίσημο)

A parte superior do braço é a porção entre o cotovelo e o ombro.
Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο.

βαρυσήμαντος

(proeminente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενη

substantivo masculino e feminino

ανάντης

adjetivo (επίσημο: τεχνικός όρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A parte superior do rio é difícil de se navegar.
Το πιο πάνω μέρος του ποταμού είναι δύσκολο στην πλοήγηση.

υπέρτατος, ανώτατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω, επάνω

adjetivo

βορειότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω, επάνω

adjetivo

πάνω

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

εκλεκτός, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O açougueiro deu a Tom um corte de carne melhor. Este é um imóvel superior; é um bom investimento.
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

καλύτερος, κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλαιότερος

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nas suas primeiras semanas em um trabalho novo, é uma boa ideia perguntar para um membro sênior da equipe caso não entenda algo.
Στις πρώτες σου εβδομάδες σε μια νέα δουλειά, είναι καλή ιδέα να ρωτάς έναν παλαιότερο υπάλληλο αν δεν καταλαβαίνεις κάτι.

μεγαλύτερος

adjetivo (αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Insira sua renda ou $20.000, qual for maior.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

ο ψηλότερος

(posição)

Os andares mais altos do prédio são residenciais.
Οι υψηλότεροι όροφοι του κτιρίου είναι για κατοικίες.

που έχει μαγαλύτερη αξία

adjetivo (cartas de baralho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando jogamos, o ás é superior.

υπερέχω σε βαθμό

(alguém)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão

κορυφαίος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουζίνα

expressão (συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O forno é elétrico, mas a parte superior do fogão tem quatro queimadores a gás.

κυνόδοντας

(dente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τριτοβάθμια εκπαίδευση

Ele trabalhou no ensino superior por mais de 40 anos.
Εργάστηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για πάνω από 40 χρόνια.

ανώτερη φυλή

υψηλός βαθμός

(mil.) (στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας

substantivo masculino, substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Άρειος Πάγος

(lei: alta corte)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχιστράτηγος

substantivo masculino (oficial militar da mais alta qualificação)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώτατο όριο

(matemática: número maior ou igual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άνω άκρο

substantivo feminino (braço) (χέρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάνω μέρος του σώματος

(corpo sobre a cintura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επάνω αριστερά, πάνω αριστερά

substantivo masculino (na parte superior esquerda)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανώτερο εύρος

substantivo feminino (mais alto nível de alcance)

ψηλότερος όροφος

substantivo masculino (andar superior de um edifício)

τελευταίος όροφος

substantivo masculino (andar superior de um edifício)

τριτοβάθμια εκπαίδευση

substantivo masculino

επέμβαση στο στήθος

(transição de gênero) (για αλλαγή φύλου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A redação de George estava muito superior àquelas do resto da classe.

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

locução adverbial (na área superior esquerda)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανώτερος

(με γενική: κάποιου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sendo gerente geral de produto, Paul é superior a mim.
Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου.

ντουλαπάκι χειραποσκευών

substantivo masculino (avião: compartimento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John coloca seu estojo no compartimento superior.
Ο Τζον βάζει την τσάντα του στο ντουλαπάκι των χειραποσκευών.

κάτοχος associate's degree

expressão (σε κτ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ginny é graduada em curso superior de curta duração.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Τζίνυ είναι κάτοχος προπαρασκευαστικού πτυχίου στις τέχνες.

πάνω όροφος, επάνω όροφος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανώτερα στελέχη

substantivo masculino (de hierarquia)

πάνω δόντια

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του superior στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.