Τι σημαίνει το swept στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης swept στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του swept στο Αγγλικά.

Η λέξη swept στο Αγγλικά σημαίνει σκουπίζω, σκουπίζω, σκούπισμα, κίνηση, κλήρωση, λαχείο, αποκόλληση μεμβρανών, σάρωση, έκταση, εκτείνομαι, σαρώνω, καθαρίζω, σκουπίζω, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, παίρνω, μαζεύω, πιάνω, σαρώνω κτ για κτ, απλώνομαι, μεταφέρω, κουβαλάω, κινούμαι ομαλά, παραβλέπω, βγαίνω καμαρωτά, σκουπίζω, καλό καθάρισμα, θριαμβευτική νίκη, μεγάλη μεταρρύθμιση, σκουπίζω, καθαρίζω, σαρώνω, ορμάω, ορμώ, ορμάω, σαρώνω, σκουπίζω, κυριεύω, συνταράσσω, περνάω γρήγορα, περνάω γρήγορα από κπ/κτ, σαρώνω, σαρώνω, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, σκουπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης swept

σκουπίζω

intransitive verb (clean a floor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert cleaned and swept before he went to bed.
Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο.

σκουπίζω

transitive verb (clean: a floor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen swept the kitchen floor after she'd finished cooking.
Αφού τελείωσε το μαγείρεμα, η Έλεν σκούπισε το πάτωμα της κουζίνας.

σκούπισμα

noun (act of brushing or cleaning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bathroom floor is covered in hairs; a sweep will get it clean.
Το πάτωμα στο μπάνιο είναι γεμάτο τρίχες. Ένα σκούπισμα θα το καθαρίσει.

κίνηση

noun (movement in an arc)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a sweep of his hand, the musketeer brought his sword to his enemy's throat.
Με μια σαρωτική κίνηση του χεριού του ο μουσκετοφόρος έφερε το ξίφος του στον λαιμό του εχθρού του.

κλήρωση

noun (betting pool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carol won the sweep.
Η Κάρολ κέρδισε την κλήρωση.

λαχείο

plural noun (informal (sweepstakes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποκόλληση μεμβρανών

noun (cervical sweep, membrane sweep)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Elizabeth needed a sweep to induce childbirth.

σάρωση

noun (search) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sweep of the area failed to find the criminal.

έκταση

noun (extent, expanse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom stood outside his front door, looking at the sweep of the lawn in front of him.

εκτείνομαι

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wooded slopes sweep down to a river.

σαρώνω

transitive verb (sports: win a series) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, σκουπίζω

transitive verb (clean: a chimney)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan swept the chimney, ready to light the fire over the winter.

εξαπλώνομαι, απλώνομαι

transitive verb (figurative (spread quickly across)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fire swept the building.

παίρνω, μαζεύω, πιάνω

(figurative (take, carry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John swept off the prize.

σαρώνω κτ για κτ

(search) (μεταφορικά)

The squadron swept the area for mines. The spies swept the room for bugs.

απλώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (spread rapidly over)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This snow storm is sweeping across the entire state!

μεταφέρω, κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (carry, transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debris from the street was swept along by the wind.

κινούμαι ομαλά

phrasal verb, intransitive (move smoothly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραβλέπω

phrasal verb, transitive, separable (ignore [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω καμαρωτά

phrasal verb, intransitive (figurative (exit haughtily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκουπίζω

phrasal verb, intransitive (clean using a broom, brush)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλό καθάρισμα

noun (thorough clearing-up)

Before leaving the campground, we did a clean sweep of the site.

θριαμβευτική νίκη

noun (overwhelming victory)

μεγάλη μεταρρύθμιση

noun (thorough reform, change)

σκουπίζω

(clear with a broom or brush)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I swept the dirt away from the door with an old broom.

καθαρίζω

(figurative (banish, eliminate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new leader promised to sweep away the corruption in the country.

σαρώνω

(clear, destroy) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The floodwaters swept away several trees.
Οι πλημμύρες σάρωσαν πολλά δέντρα.

ορμάω, ορμώ

(figurative (enter in a dramatic way) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The family had been waiting for an hour before their long-lost daughter finally swept in, fashionably late.

ορμάω

(figurative (dash into a place) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was about to hit the child, when a man swept in from nowhere and pushed her out of the way.

σαρώνω

(figurative (be elected decisively) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This party swept in at the last election.

σκουπίζω

(clear with a broom)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to sweep out my dirty garage.

κυριεύω

(pass over and submerge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνταράσσω

(figurative (strongly affect, overwhelm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω γρήγορα

(go by rapidly)

Gareth stood at the side of the racetrack, watching as the horses swept by.

περνάω γρήγορα από κπ/κτ

(move rapidly past [sth], [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cars swept past the front of the house.

σαρώνω

verbal expression (figurative (competition: win all events) (σε διαγωνισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σαρώνω

verbal expression (figurative (become hugely popular) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαδίδομαι γρήγορα σε κτ

(spread quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The virus swept through the school; within two weeks, almost all the pupils had had it.

διαδίδομαι γρήγορα σε κτ

(figurative (information: spread quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
News of Jerry's return swept through the village.

σκουπίζω

(clean with a broom, brush)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you are going to allow dogs in the house you need to sweep up the dog hair.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του swept στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του swept

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.