Τι σημαίνει το blown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blown στο Αγγλικά.

Η λέξη blown στο Αγγλικά σημαίνει ανακατεμένος, που ναυάγησε, φυσητός, φυσάω, φυσώ, παρασύρομαι, φυσάω, φυσώ, εκρήγνυμαι, χτύπημα, χτύπημα, φυσάω, θύελλα, φύσημα, κόκα, παίζω, καίγομαι, φεύγω, είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος, φυσάω, ρίχνω, παίζω, ανατινάζω, τρώω, πετάω, χαλάω, πετάω, τρώω, πετάω, χαλάω, κατεστραμμένο ηχείο, μεγεθυμένος, ανατιναγμένος, θύμα έκρηξης, φουσκωμένος, κανονικός, κανονικότατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blown

ανακατεμένος

adjective (swept by wind) (από τον αέρα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lindsey's hair was blown and frizzy when she came in from the storm.
Όταν μπήκε μέσα, τα μαλλιά της Λίντσεϋ ήταν ανακατεμένα και φριζαρισμένα από την καταιγίδα.

που ναυάγησε

adjective (slang (deal: failed) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The deal was blown when she said something that offended them.
Η συμφωνία ναυάγησε όταν είπε κάτι που τους πρόσβαλλε.

φυσητός

adjective (glass: heated and shaped) (γυαλί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This store specializes in blown glass lamps.
Αυτό το κατάστημα ειδικεύεται σε λάμπες από φυσητό γυαλί.

φυσάω, φυσώ

intransitive verb (air: move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The winter wind blows from the west.
Τον χειμώνα ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά.

παρασύρομαι

intransitive verb (be swept by air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sand blows across the beach.
Σηκώθηκε άμμος στην παραλία.

φυσάω, φυσώ

transitive verb (move with breath) (με το στόμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Blow the pinwheel and watch it spin.
Φύσηξε τα κεριά στην τούρτα γενεθλίων της.

εκρήγνυμαι

intransitive verb (informal (explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Watch out, the bomb is going to blow!
Πρόσεξε, η βόμβα θα σκάσει!

χτύπημα

noun (punch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The blow knocked him down, but he soon got back up.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα στο πρόσωπο.

χτύπημα

noun (figurative (shock) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The news that her husband had died was a serious blow.
Τα νέα για τον χαμό του άντρα της αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα.

φυσάω

transitive verb (glass: shape using air) (για γυαλί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
At the factory, we watched a man blowing glass into a vase shape.

θύελλα

noun (informal (storm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are expecting a big blow tonight, and have closed the shutters of the beach house.

φύσημα

noun (blast of wind)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A blow of air pushed over the pile of papers.

κόκα

noun (slang (drug: cocaine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rod asked me if I knew where he could score some blow.

παίζω

intransitive verb (play wind instrument)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trumpeter blows hard and loud.

καίγομαι

intransitive verb (fuse, bulb: burn out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The electrical surge caused the fuse to blow.

φεύγω

intransitive verb (US, slang (depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are done here. Let's blow.

είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος

intransitive verb (US, slang (thing, situation: be bad) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
This movie blows. Let's change the channel.

φυσάω

(direct breath onto [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janine blew on her fingernails to dry her nail varnish.

ρίχνω

transitive verb (wind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind blew the papers off the table.

παίζω

transitive verb (horn, instrument: play)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The flautist blew a sweet melody.

ανατινάζω

transitive verb (informal (make explode)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army detonation team blew the bridge.

τρώω, πετάω, χαλάω

transitive verb (slang (squander money) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The musician had blown his entire fortune, and was poor again.

πετάω

transitive verb (US, slang (bungle) (χάνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bet he will blow this opportunity just as he did the last one.

τρώω, πετάω, χαλάω

transitive verb (squander money) (μτφ, καθομ: σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sophie blew all her wages on a new dress.

κατεστραμμένο ηχείο

noun (damaged amplifier)

I need to get the stereo fixed after last night's party - it's got a blown speaker.

μεγεθυμένος

adjective (informal (image: enlarged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The blown-up pictures were grainier than the originals.
Στις μεγεθυμένες φωτογραφίες, μπορείς να διακρίνεις, πιο εύκολα, τα πίξελ από ό,τι στις κανονικές.

ανατιναγμένος

adjective (informal (thing: by explosion) (από ανατίναξη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The town was a mess of blown-up buildings and rubble.

θύμα έκρηξης

adjective (informal (person: by explosion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is one of several politicians blown up last year by terrorists.

φουσκωμένος

adjective (informal (balloon, etc.: inflated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pass me a blown-up balloon and I'll make you an animal.

κανονικός, κανονικότατος

adjective (fully developed) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It usually takes years for the HIV virus to develop into full-blown AIDS. // It started as a minor political scandal but the constitutional crisis is now full blown.
Συνήθως, χρειάζονται χρόνια για να μετεξελιχθεί πλήρως ο ιός HIV σε κανονικό AIDS. // Ξεκίνησε ως ασήμαντο πολιτικό σκάνδαλο, αλλά πλέον έχει γίνει κανονικότατη συνταγματική κρίση.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blown

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.