Τι σημαίνει το swimming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης swimming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του swimming στο Αγγλικά.

Η λέξη swimming στο Αγγλικά σημαίνει κολύμπι, κολύμπι, κολυμπάω, κολυμπώ, κολυμπάω σε, κολυμπάω, κολυμπώ, κολύμπι, γλιστράω, γλιστρώ, επιπλέω, διασχίζω κολυμπώντας, πάω για μπάνιο, εξωτερική πισίνα, σκουφάκι, προπονητής, προπονήτρια, γυαλάκια κολύμβησης, διαδρομή, μάθημα κολύμβησης, ομάδα κολύμβησης, μαγιό, βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις, εκπαιδευτής κολύμβησης, εκπαιδεύτρια κολύμβησης, πισίνα, ολόσωμο μαγιό, συγχρονισμένη κολύμβηση, μαγιό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης swimming

κολύμπι

noun (sport, contest) (άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Swimming is one of my favourite activities.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ξάδελφός μου ήταν πρωταθλητής κολύμβησης στο ύπτιο.

κολύμπι

noun (act of moving through water) (δραστηριότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Swimming cools the body.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κολύμβηση γυμνάζει ολόκληρο το σώμα.

κολυμπάω, κολυμπώ

noun (swimmer's skill or technique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her swimming was excellent.
Έχει πολύ καλό στυλ.

κολυμπάω σε

(figurative (having an abundance of [sth]) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That guy is swimming in money!

κολυμπάω, κολυμπώ

intransitive verb (move through water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I swam to the island yesterday.
Κολύμπησα ως το νησάκι χτες.

κολύμπι

noun (instance of swimming)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I go for a swim in the lake each morning.
Κάθε πρωί πάω για κολύμπι στη λίμνη.

γλιστράω, γλιστρώ

intransitive verb (literary, figurative (glide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fred Astaire could just swim across a room.

επιπλέω

intransitive verb (figurative (float)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was a dead bug swimming in my soup.

διασχίζω κολυμπώντας

transitive verb (cross by swimming)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Didn't somebody swim the English Channel last summer?

πάω για μπάνιο

verbal expression (swim as leisure activity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξωτερική πισίνα

noun (public baths: open-air)

The outdoor swimming pool in Abingdon is open each summer between May and September.

σκουφάκι

noun (swimmer's waterproof hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προπονητής, προπονήτρια

noun (person who trains swimmers)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γυαλάκια κολύμβησης

plural noun (glasses worn for swimming)

διαδρομή

noun (area marked off in a pool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάθημα κολύμβησης

noun (class in how to swim)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομάδα κολύμβησης

noun (competing group of swimmers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαγιό

plural noun (men's swimsuit shorts) (αντρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you forget your swimming trunks, you can wear a pair of shorts.

βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις

noun (in stream, etc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκπαιδευτής κολύμβησης, εκπαιδεύτρια κολύμβησης

noun (person who teaches people to swim)

πισίνα

noun (public pool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Young children are forbidden to go into the deep end of the swimming pool.
Τα μικρά παιδιά απαγορεύεται να πηγαίνουν στη βαθιά πλευρά της πισίνας.

ολόσωμο μαγιό

noun (woman's one-piece bathing outfit)

Julie changed into her swimsuit and ran into the sea.
Η Τζούλια έβαλε το ολόσωμό της και έτρεξε στη θάλασσα.

συγχρονισμένη κολύμβηση

noun (water sport)

μαγιό

plural noun (man's swim shorts) (σαν βερμούδα, όχι κοντό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Robert put on his trunks and went outside to the pool.
Ο Ρόμπερτ έβαλε το μαγιό του και βγήκε έξω στην πισίνα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του swimming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του swimming

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.