Τι σημαίνει το take on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης take on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του take on στο Αγγλικά.

Η λέξη take on στο Αγγλικά σημαίνει αναλαμβάνω, τα βάζω με κπ, τα βάζω με κτ/κπ, προσλαμβάνω, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια, την κάνω, το σκάω, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, εμπιστεύομαι τυφλά, ξεσπάω κτ σε κπ/κτ, ξεσπάω σε κπ/κτ, λυπάμαι, συμπονώ, παίρνω εκδίκηση από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης take on

αναλαμβάνω

phrasal verb, transitive, separable (assume, accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Taking on the directorship was his first mistake.
Το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση ήταν το πρώτο του λάθος.

τα βάζω με κπ

phrasal verb, transitive, separable (informal (compete against) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα βάζω με κτ/κπ

phrasal verb, transitive, separable (confront, oppose) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He took on management in an attempt to improve conditions for the workers.
Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους.

προσλαμβάνω

phrasal verb, transitive, separable (employ, hire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι

verbal expression (informal (take bribes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια

verbal expression (figurative, informal (accept [sth] without complaint)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The deposed champion took his defeat on the chin. Anne's performance received a lot of criticism, but she took it on the chin.

την κάνω, το σκάω

verbal expression (informal (escape) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they realized that the police were looking for them, they took it on the lam.

παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη

verbal expression (figurative (be receptive) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wasn't prepared to take my ideas on board.

εμπιστεύομαι τυφλά

verbal expression (believe [sth] without needing to check it)

Peter took it on trust that Rick was telling the truth.
Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια.

ξεσπάω κτ σε κπ/κτ

verbal expression (informal (inflict bad mood on [sb])

Don't take your anger out on your sister; she had nothing to do with it.
Μην ξεσπάς το θυμό σου στην αδερφή σου. Δεν είχε καμία σχέση.

ξεσπάω σε κπ/κτ

verbal expression (informal (inflict bad mood on [sb])

Don't take it out on me just because you've had a bad day.

λυπάμαι, συμπονώ

verbal expression (show compassion, mercy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police took pity on the young girl and gave her a lift home.

παίρνω εκδίκηση από κπ

verbal expression (be avenged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark took vengeance on his old girlfriend by putting embarrassing pictures online.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του take on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του take on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.