Τι σημαίνει το technique στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης technique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του technique στο Γαλλικά.

Η λέξη technique στο Γαλλικά σημαίνει τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνική, τεχνική, επιστήμη, τρόπος, δόντια, μηχανική, τεχνική, τεχνογνωσία, εξειδικευμένος, ειδικευμένος, τεχνική ποινή, τεχνικά, μη τεχνικός, κέντρο εξυπηρέτησης, λεπτομέρεια, ανεξάρτητη διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, θέση τερματοφύλακα, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, προπόνηση, πρόβα, εγκληματολόγος, εργαστηριακή μέθοδος, τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος, τεχνικό κολλέγιο, τεχνική εκπαίδευση, τεχνική φρασεολογία, τεχνογνωσία, τεχνογνωσία, τεχνικό κολλέγιο, τεχνική ικανότητα, τεχνικός όρος, τεχνικό προσωπικό σκηνής, τεχνική υποστήριξη, τεχνικό χαρακτηριστικό, τεχνική υποστήριξη, συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένων, τεχνικός έλεγχος οχήματος, τεχνικός έλεγχος οχημάτων, τεχνικό σχέδιο, τεχνικό μπλα μπλα, διάφορα μέσα, παίρνω το κολάι, μη τεχνικός, αδράνεια, απραξία, απραγία, εγκληματολογική έρευνα, δελτίο τεχνικού ελέγχου, δετοβαμένος, με διάφορα υλικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης technique

τεχνικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Julie a fait preuve de grande capacité technique en réparant la machine.
Η Τζόυλι επέδειξε φοβερές τεχνικές δεξιότητες στην επισκευή της μηχανής.

τεχνικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le scientifique utilisait beaucoup de vocabulaire technique, ce qui faisait que les non-spécialistes avaient du mal à le comprendre.
Ο επιστήμονας χρησιμοποίησε πολλούς τεχνικούς όρους κάτι που έκανε το να τον καταλάβουν δύσκολο για τους μη ειδικούς.

τεχνικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est important de maîtriser les aspects techniques de ce sport.
Είναι σημαντικό να τελειοποιήσει κανείς την τεχνική πλευρά αυτού του αθλήματος.

τεχνικός

adjectif (faute) (μπάσκετ, ποινή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεχνικός

adjectif (école)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary n'était pas très douée pour les études, alors elle a choisi de suivre un cours technique au lieu d'aller à l'université.

τεχνικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'avocat a trouvé une faille technique qui a permis à son client d'être acquitté même s'il était coupable.

τεχνολογία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les techniques de fabrication automobile ont fait de nombreux progrès.

τεχνολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est intéressé par les méthodes d'alimentation en eau.

τεχνική

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carol a montré à sa fille la technique pour couper le bois de chauffage.
Η Κάρολ έδειξε στην κόρη της τον τρόπο για να κόβει καυσόξυλα.

τεχνική

nom féminin (art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le peintre a utilisé une technique intéressante pour la perspective.
Ο ζωγράφος χρησιμοποίησε μια ενδιαφέρουσα τεχνική για να προβάλει την προοπτική.

επιστήμη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cuisine est devenue une question de technique.
Έχουν αναγάγει τη μαγειρική σε επιστήμη.

τρόπος

(truc, stratégie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il avait une excellente technique pour convaincre les clients d'acheter.

δόντια

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il nous a vraiment montré toute l'étendue de sa technique sur ce morceau complexe de Chopin.
Πραγματικά έδειξε τις μουσικές του ικανότητες σ' αυτό το σύνθετο έργο του Σοπέν.

μηχανική

nom féminin (συχνό, αν και αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les pyramides sont une merveille sur le plan technique.
Οι πυραμίδες είναι ένα θαύμα της μηχανικής.

τεχνική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce joueur de football a une bonne technique.

τεχνογνωσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξειδικευμένος, ειδικευμένος

(conseil, travail)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τεχνική ποινή

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La faute technique du joueur a mérité une pénalité.

τεχνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Son interprétation de la sonate était techniquement parfaite.
Ο τρόπος που εκτέλεσε τη σονάτα ήταν τεχνικά άψογος.

μη τεχνικός

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κέντρο εξυπηρέτησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λεπτομέρεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεξάρτητη διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θέση τερματοφύλακα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προπόνηση, πρόβα

nom féminin (Cinéma, TV, technique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχουμε μόνο μια ευκαιρία για να το επιτύχουμε επομένως ας κάνουμε μια πρόβα πρώτα.

εγκληματολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il gagnait de l'argent supplémentaire en travaillant comme technicien de la police technique et scientifique sur certaines affaires.

εργαστηριακή μέθοδος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος

τεχνικό κολλέγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνική εκπαίδευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνική φρασεολογία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνογνωσία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je regrette, je n'ai pas la compétence technique pour réparer votre ordinateur portable.

τεχνογνωσία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνικό κολλέγιο

(France)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνική ικανότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνικός όρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεχνικό προσωπικό σκηνής

nom féminin (θέατρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνικό χαρακτηριστικό

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένων

nom masculin

τεχνικός έλεγχος οχήματος

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικός έλεγχος οχημάτων

nom masculin (Automobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικό σχέδιο

nom masculin

τεχνικό μπλα μπλα

nom masculin (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διάφορα μέσα

nom féminin (art) (κατασκευής)

παίρνω το κολάι

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jouer des barrés est facile une fois qu'on prend le coup.

μη τεχνικός

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδράνεια, απραξία, απραγία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai pu rattraper mes lectures pendant que j'étais au chômage technique.
Έριξα πολύ διάβασμα όταν ήμουν σε απραξία.

εγκληματολογική έρευνα

(service)

Une fois que la police scientifique est passée, les inspecteurs ont investi la scène du crime.

δελτίο τεχνικού ελέγχου

(sur le certificat d'immatriculation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δετοβαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με διάφορα υλικά

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του technique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του technique

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.