Τι σημαίνει το jeu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jeu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jeu στο Γαλλικά.
Η λέξη jeu στο Γαλλικά σημαίνει παιχνίδι, παιχνίδι, παίξιμο, γκέιμ, άθλημα, τζόγος, κενό, παιχνίδι, παιχνίδισμα, απόδοση, κομπίνα, χαρτί, φύλλο, σετ, τζόγος, παιχνίδι, στοπ, χαλαρότητα, ανάκρουση, κενό, διάκενο, στρατηγική, παλιομοδίτικος, μπόουλινγκ, bowling, Πέμπτη, ψυχόδραμα, είδος παιδικού παιχνιδιού, μπόουλινγκ, Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι, συμφωνώ, δέχομαι, ειλικρινής, γήπεδο, στάδιο, είμαι οφσάιντ, διακόπτης mixture, οφσάιντ, που δεν είναι οφσάιντ, προαγωνιστικός, μέσα, που αξίζει το ρίσκο, διακυβεύεται, είναι παιχνιδάκι, είναι παιχνιδάκι, δεν αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο;, δεν υπονοώ τίποτα, παιδική χαρά, λογοπαίγνιο, γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιών, μετακύληση τζακ ποτ, εκπαιδευτική ψυχαγωγία, ψυχαγωγική εκπαίδευση, θέση τερματοφύλακα, γκρινιάρης, είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού, ξιφομαχία, ταί μπρέικ, λογοπαίγνιο, αρχαίο παιχνίδι με ρακέτες, όμοιο με το σημερινό μπάντμιντον, στοίχημα, παράλληλη δράση, σύντροφος στο παιχνίδι, επιτραπέζιο παιχνίδι, τυχερό παιχνίδι, παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, εύκολη δουλειά, χρέος από τζόγο, κυνήγι του θησαυρού, απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησης, καθυστερήσεις λόγω τραυματισμών, για παιδιά, παιδικός, σχέδιο εξαπάτησης/παραπλάνησης, νόημα, παλιομοδίτης, λογοπαίγνιο, γήπεδο, τριάδα, σετ από τρία αντικείμενα, φιδάκι, κυνήγι θησαυρού, τριπλό άουτ, παιχνίδι για τον υπολογιστή, κρυψίνους, τηλεπαιχνίδι, τηλεπαιχνίδι, αναπαράσταση, λαχείο, ηλεκτρονικό παιχνίδι, παιχνιδάκι, ηλεκτρονικό παιχνίδι, τράπουλα, πιόνι, κονσόλα παιχνιδιών, πούλι, άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίων, βιομηχανία τζόγου, παιχνίδι μνήμης, παιδική χαρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jeu
παιχνίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous pratiquons différents jeux après l'école. Παίζουμε διάφορα παιχνίδια μετά το σχολείο. |
παιχνίδιnom masculin (amusement) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce n'étaient que des jeux - rien de sérieux. Ήταν απλά παιχνίδια, τίποτα σοβαρό. |
παίξιμοnom masculin (manière de jouer) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son jeu est mauvais, il faut qu'il travaille beaucoup. Το παίξιμο του δεν είναι και πολύ καλό, χρειάζεται πολλή εξάσκηση. |
γκέιμnom masculin (Tennis,...) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Une fois ce point marqué, il gagnera le jeu, le set et le match. Με αυτό τον πόντο θα κερδίσει το γκέιμ, το σετ και τον αγώνα. |
άθλημα(επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le basket-ball est un jeu agréable à jouer. Το μπάσκετ είναι ένα διασκεδαστικό άθλημα για να παίζει κανείς. |
τζόγοςnom masculin (d'argent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a contracté beaucoup de dettes au jeu. |
κενόnom masculin (Mécanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a trop de jeu entre la roue et l'essieu. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν το έχεις βιδώσει καλά, κοίτα πόσο παίζει. |
παιχνίδιnom masculin (façon de jouer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est un pro des échecs : son jeu est remarquable ! |
παιχνίδισμαnom masculin (de lumière, d'ombres) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils ont observé le jeu de la lumière du soleil sur l'eau. |
απόδοσηnom masculin (aptitude) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son jeu s'est dégradé pendant le mois de mai mais s'est amélioré en juin. |
κομπίναnom masculin (tactique, méthode) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jeu de la mafia était d'offrir leur protection aux sociétés contre une somme d'argent. |
χαρτί, φύλλο(Cartes) (παιχνίδι με τράπουλα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai une belle main. À qui le tour ? Έχω φοβερό χαρτί. Ποιος παίζει; |
σετ(à outils) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ne t'en fais pas, je vais prendre ma boîte à outils et le réparer. |
τζόγος(καθομ, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) À la mort de sa femme, Kyle est devenu accro aux jeux d'argent et a perdu tous ses sous. Όταν πέθανε η σύζυγός του, ο Κάιλ έμπλεξε με τον τζόγο και έχασε όλα του τα χρήματα. |
παιχνίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στοπnom masculin (Musique : orgue) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Un des jeux de l'orgue est desserré. |
χαλαρότητα(Mécanique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκρουσηnom masculin (Mécanique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενό, διάκενοnom masculin (Mécanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατηγικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entraîneur a clairement exposé sa tactique de jeu aux joueurs. |
παλιομοδίτικος(αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι απόψεις των γονιών μου για τον γάμο είναι παρωχημένες. |
μπόουλινγκ, bowling(jeu, sport) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Éric est un as du bowling : il a gagné un tournoi l'année dernière. Ο Έρικ είναι καλός στο μπόουλινγκ. Κέρδισε ένα τουρνουά πέρυσι. |
Πέμπτηabréviation (jeudi) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
ψυχόδραμα(Médecine) (είδος ψυχοθεραπείας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είδος παιδικού παιχνιδιού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπόουλινγκ(jeu, sport) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι(παιχνίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ, δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff voulait que Rita l'aide à faire une blague à Martin, mais celle-ci a refusé de le suivre (or: de jouer le jeu). Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
ειλικρινής(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu es réglo avec moi ? J'espère bien. Μου λες την αλήθεια; Το ελπίζω πραγματικά. |
γήπεδο, στάδιο(Sports) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le batteur de baseball envoya la balle hors du terrain. |
είμαι οφσάιντnom masculin invariable (Sports) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ce but a été refusé par l'arbitre pour hors-jeu. |
διακόπτης mixture(jeu d'orgue) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
οφσάιντadjectif invariable (Sports) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
που δεν είναι οφσάιντ(Sports) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προαγωνιστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσαadjectif (Sports : balle, ballon) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le ballon était en jeu quand l'ailier a fait un centre pour l'avant-centre pour qu'il marque. |
που αξίζει το ρίσκο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les scientifiques qui chassent les tornades pensent que les informations qu'ils récoltent en valent le coup. Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο. |
διακυβεύεται
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu dois t'assurer que tu fais le travail correctement, parce que ta réputation professionnelle est en jeu. Πρέπει να εξασφαλίσεις ότι θα κάνεις σωστά τη δουλειά γιατί παίζεται η επαγγελματική σου φήμη! |
είναι παιχνιδάκι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est tellement facile à faire, c'est un jeu d'enfant, vraiment. |
είναι παιχνιδάκι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αξίζει τον κόπο(figuré) |
αξίζει τον κόπο;
|
δεν υπονοώ τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παιδική χαρά(parc) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Steve regardait ses enfants jouer sur le terrain de jeu. Ο Στηβ παρακολουθούσε τα παιδιά του να παίζουν στην παιδική χαρά. |
λογοπαίγνιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les gens font toujours des jeux de mots avec son nom de famille qui est Cul. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσουν οι διαφημίσεις με έξυπνα λογοπαίγνια. |
γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιώνnom masculin (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετακύληση τζακ ποτnom féminin (λόττο, τζόκερ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαιδευτική ψυχαγωγία, ψυχαγωγική εκπαίδευση
|
θέση τερματοφύλακα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γκρινιάρης(επιτραπέζιο παιχνίδι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il n'y a pas d'âge pour jouer au jeu des petits chevaux ! |
είδος επιτραπέζιου παιχνιδιούnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξιφομαχία(άθλημα με σπαθιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταί μπρέικ(Sports) (αθλήματα: σε ισοπαλία) |
λογοπαίγνιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρχαίο παιχνίδι με ρακέτες, όμοιο με το σημερινό μπάντμιντονnom masculin (ancêtre du badminton) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στοίχημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παράλληλη δράσηnom masculin (θέατρο) |
σύντροφος στο παιχνίδιnom masculin et féminin (για παιδιά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιτραπέζιο παιχνίδιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nous avons passé l'après-midi à jouer à des jeux de société parce que le temps était vraiment mauvais. Μιας και ο καιρός ήταν πολύ κακός, περάσαμε όλο το απόγευμα παίζοντας επιτραπέζια. |
τυχερό παιχνίδιnom masculin Les dés sont un jeu de hasard. |
παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων(adresse physique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιχνίδι που παίζεται με μπάλα(football, basket-ball,...) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les jeux de ballon sont interdits dans ce parc. |
εύκολη δουλειάnom masculin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai fini ce puzzle en moins de deux : c'était un vrai jeu d'enfant ! |
χρέος από τζόγοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ses dettes de jeu ont ruiné son mariage. |
κυνήγι του θησαυρούnom masculin (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les enfants faisaient un jeu de piste dans la cour. |
απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησηςnom masculin (fig) (ΗΠΑ, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθυστερήσεις λόγω τραυματισμών(Sports) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για παιδιά, παιδικόςnom masculin (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιο εξαπάτησης/παραπλάνησηςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai assez de ton petit jeu, tu ne pourrais pas me parler franchement pour changer ? |
νόημαnom féminin (καθομιλουμένη,μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pour la plupart des étudiants, le but du jeu est d'obtenir de bonnes notes. Dans le monde des affaires, le but du jeu, c'est le profit. Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος. |
παλιομοδίτηςlocution verbale (αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu fais vraiment vieux jeu quand tu portes ce nœud papillon. Φαίνεσαι τόσο παλιομοδίτης όταν φοράς το παπιγιόν. |
λογοπαίγνιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce n'était pas sérieux, ce n'était qu'un jeu de mots. |
γήπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τριάδα, σετ από τρία αντικείμεναnom féminin (objets utilitaires, outils, ustensiles) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιδάκι(jeu de société) (επιτραπέζιο παιχνίδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνήγι θησαυρούnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Parfois, mon père organisait des jeux de piste pour mon frère et moi. |
τριπλό άουτnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ: αποβολή τριών παικτών) Le batteur a fait un triple jeu et la manche était finie. Ο μπάτερ πέτυχε τριπλό άουτ, και ο γύρος έληξε. |
παιχνίδι για τον υπολογιστήnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est encore occupé à jouer à son jeu vidéo. |
κρυψίνουςlocution verbale (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eh bien, tu caches bien ton jeu ! Tu ne m'avais jamais dit que tu t'étais marié. Είσαι τόσο κρυψίνους! Δεν μου είπες ποτέ ότι παντρεύτηκες. |
τηλεπαιχνίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est l'un des jeux télévisés les plus populaires. // Il n'est pas nécessaire d'être un génie pour remporter un jeu télévisé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι ένα από τα πιο διάσημα τηλεπαιχνίδια. Δεν χρειάζεται να είσαι πανέξυπνος για να κερδίσεις σε ένα τηλεπαιχνίδι. |
τηλεπαιχνίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναπαράστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) « Aujourd'hui, nous allons faire un jeu de rôle », dit le professeur. «Σήμερα θα κάνουμε μια άσκηση αναπαράστασης,» είπε ο δάσκαλος. |
λαχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comme Henry se sentait en veine, il est allé au magasin du coin pour s'acheter une carte à gratter. |
ηλεκτρονικό παιχνίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon fils adore rester assis devant la télé et jouer aux jeux vidéo avec ses copains. Ο γιος μου τρελαίνεται να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση και να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια με τους φίλους του. |
παιχνιδάκιnom masculin (figuré) (μτφ: πολύ εύκολο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) L'installation du nouveau logiciel a été un jeu d'enfant, aucun problème ! |
ηλεκτρονικό παιχνίδιnom masculin (όχι φορητό) Enfant, j'adorais jouer aux jeux d'arcade comme le flipper. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γιος μου θέλει να πάει στα ηλεκτρονικά με τους φίλους του αλλά δεν τον αφήνω γιατί είναι μικρός ακόμα. |
τράπουλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιόνιnom féminin (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κονσόλα παιχνιδιώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il a passé sa soirée sur sa console. |
πούλιnom féminin (μικρός δίσκος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On ne peut plus jouer aux échecs : il a perdu une pièce. |
άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιομηχανία τζόγουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιχνίδι μνήμηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιδική χαράnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jeu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jeu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.