Τι σημαίνει το tener στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tener στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tener στο ισπανικά.
Η λέξη tener στο ισπανικά σημαίνει έχω, έχω, έχω, περνάω, περνώ, έχω, είμαι, έχω, έχων, παίρνω, επιτρέπω, έχω, παίρνω μέρος, έχω, είμαι, κάνω, έχω, έχω, αντιμετωπίζω, φέρνω, κρατάω, έχω, πάσχω από κτ, παθαίνω, έχω, περιμένω, -, φιλοξενώ, στεγάζω, παίρνω, δίνω, πουλάω, πουλώ, φοράω, φορώ, έχω, έχω, προκαλώ, έχω, γεννάω, γεννώ, βγάζω, αισθάνομαι, νιώθω, κάνω, δείχνω, παρουσιάζω, περιέχω, έχω, καλώ, προσκαλώ, χωράω, χωρώ, καυτός, φοβάμαι, τυχερός, βιάζομαι, προτιμώμενος από κπ, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, πάω μπροστά, κρατάω, κρατώ, μοιάζω με, δείχνω ενδιαφέρον, βγαίνω, έχω οργασμό, έχω παραισθήσεις, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ, έχω εμμονή, έχω μανία, προσπαθώ, θέλω, σκέφτομαι, μοιάζω με, χάνω τις αισθήσεις μου, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, βιάζομαι, απαραίτητος, αναγκαίος, όρεξη, διάθεση, σαραντάρης, σαραντάρα, κριτής, πρέπει, μυρίζομαι, λέω ένα γεια με κπ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, πιστεύω, με ναρκωτικά, με ναρκωτικές ουσίες, πρέπει, τρέμω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, σκέφτομαι, συνδέομαι, έχω λόξιγκα, αραιώνω, ικανοποιώ, σκοπεύω, συγκρίνομαι με κπ/κτ, ανθίζω, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, πρέπει, μπορώ, πρωταγωνιστώ, στοχεύω σε, προβάλλω, εκτιμώ, σέβομαι, μπαίνω, δεν κρατιέμαι, αδιαθετώ, μετράω, μετρώ, έχω... τάση, λυπάμαι, συμπονώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tener
έχωverbo transitivo (ιδιοκτησία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene una gran casa y dos automóviles. Διαθέτει (or: Κατέχει) μια μεγάλη οικία και δύο αυτοκίνητα. |
έχω(χαρακτηριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tiene una personalidad muy fuerte. Διαθέτει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής. |
έχωverbo transitivo (υποφέρω από) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tiene la gripe ahora mismo. Έχει γρίπη τώρα. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mis hijos están teniendo una aventura en América del Sur. |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos tienen dos hijas y un hijo. ΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο. |
είμαιverbo transitivo (edad) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Roberto tiene diez años. Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών. |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tiene muchos planes. Έχει πολλά σχέδια. |
έχωνverbo transitivo (μτφ: πλούσιος) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Aquellos que tienen dinero no siempre entienden a aquellos que no lo tienen. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Ya tienes los resultados de los exámenes? |
επιτρέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él no tendrá ese comportamiento en su presencia. |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tiene las llaves del coche. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατέχει εξέχουσα θέση στην κυβέρνηση. |
παίρνω μέρος(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tengo discusiones con gente tonta. |
έχωverbo transitivo (άποψη, γνώμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sabemos que no todos los miembros del partido tenían la misma posición con respecto a este tema. |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Barry está enfermo. Ο Μπάρι είναι άρρωστος. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Llevaremos a cabo la reunión en la sala de juntas. |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Tienes agallas para hablarme de esa manera! James tiene una gran colección de discos. Έχεις πολύ θράσος για να μου μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο! Ο Τζέιμς έχει μια απίθανη συλλογή δίσκων. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Tienes un ordenador? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατέχει ένα καταπληκτικό ταλέντο στη μουσική. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo (dificultades, problemas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo muchos problemas en el sitio remoto. Συνάντησε πολλά προβλήματα στον απομακρυσμένο τόπο. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John tiene grandes ideas, pero nunca las lleva a cabo. |
κρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Tenle los brazos así deja de pegarme! Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει! |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo la sensación de que hemos estado aquí antes. Έχω την αίσθηση ότι έχω ξαναβρεθεί εδώ στο παρελθόν. |
πάσχω από κτ
Tiene diabetes desde siempre. Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη. |
παθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo un accidente camino al juzgado. Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenía un ojo morado después de su pelea con Bob. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ. |
περιμένω(bebé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a tener un bebé en julio. Mi esposa va a tener gemelos. Περιμένω παιδί τον Ιούλιο. |
-verbo transitivo (cuenta abierta) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tiene una cuenta en el bar local. Έχει λογαριασμό στο μπαρ της γειτονιάς του και πίνει βερεσέ. Αυτή η εταιρεία κάνει πολλές υπεραναλύψεις τον τελευταίο χρόνο. |
φιλοξενώ, στεγάζω(παρέχω στέγη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tiene cinco huéspedes en su pequeña casa. Φιλοξενεί πέντε ενοίκους στο σπιτάκι της. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él tiene una mirada petulante cada vez que gana. Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει. |
δίνωverbo transitivo (examen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo mi examen de evaluación el mes que viene. |
πουλάω, πουλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este negocio no tiene todas las marcas de ropa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε. |
φοράω, φορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos usan jeans en estos días. Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jame lleva todo lo que posee en la mochila en su espalda. Η Τζέιν κουβαλά ό,τι έχει στην τσάντα στην πλάτη της. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa posee muchas características particulares, como las chimeneas originales. Το σπίτι έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως πρωτότυπα τζάκια. |
προκαλώ(αντιδράσεις, συναισθήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El discurso del Presidente en el Congreso recibió reacciones encontradas: un partido lo aplaudió y el otro lo abucheó. Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε. |
έχω(conocimiento o habilidad) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ray posee riqueza en el conocimiento del existencialismo francés. Ο Ρέι έχει απίστευτες γνώσεις για τον γαλλικό Υπαρξισμό. |
γεννάω, γεννώ(animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los labradores suelen parir entre seis y ocho cachorros. |
βγάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de muchos años de sequía, el manzano finalmente dio frutos. Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς. |
αισθάνομαι, νιώθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya pasé lo peor de la gripe pero todavía me siento un poco débil. Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Reina parió tres hijas. Η βασίλισσα χάρισε στον άντρα της τρεις κόρες. |
δείχνω, παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El nuevo modelo de este ordenador incluye más memoria y un procesador más rápido. Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή. |
περιέχω(αυτή τη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este recipiente puede contener cuatro litros de líquido. Αυτό το δοχείο χωρά τέσσερα λίτρα υγρό. |
έχω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que terminar mis deberes. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. |
καλώ, προσκαλώ(recibir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos a sus padres en casa en las vacaciones. |
χωράω, χωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta sala de juntas tiene cabida para cuarenta personas. |
καυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El té estaba caliente, así que esperó un poco antes de beberlo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Προύντενς ζεσταινόταν οπότε έβγαλε το παλτό της. |
φοβάμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños en la casa embrujada estaban asustados. // Los gatitos asustados lloraban por su madre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα φοβισμένα γατάκια έκλαιγαν ζητώντας τη μητέρα τους. |
τυχερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Soy afortunado por haberte conocido. Είμαι πολύ τυχερός που σε γνώρισα. |
βιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se estaba haciendo de noche y estaba apurado por irme a casa. Σκοτείνιαζε και βιαζόμουν να φτάσω σπίτι. |
προτιμώμενος από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me apetece una taza de té. Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι. |
πάω μπροστά(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Camilla es una música talentosa que de seguro triunfará. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El niño sujetaba la mano de su madre mientras cruzaban la calle. |
μοιάζω με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Pareces una mujer enamorada! |
δείχνω ενδιαφέρον
Me resulta muy difícil interesarme por el fútbol. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quieres salir este viernes a la noche? Te paso a buscar a las ocho. Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ. |
έχω οργασμό(jerga, tener un orgasmo, Esp) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω παραισθήσεις
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El medicamento puede causar que el paciente alucine. |
ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Micah ha estado anhelando un bagel de moras todo el día. |
έχω εμμονή, έχω μανία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσπαθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Querría un trozo de pastel, pero se supone que estoy a dieta. Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has considerado las consecuencias a largo plazo de esta decisión? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
μοιάζω με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω τις αισθήσεις μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pretendía lastimarte, discúlpame si lo que dije te molestó. |
βιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ana estaba apurada para llegar a tiempo al trabajo. |
απαραίτητος, αναγκαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όρεξη, διάθεση(για κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vamos a una fiesta. ¿Te apetece venir? Θα πάμε σε ένα πάρτι. Ψήνεσαι; |
σαραντάρης, σαραντάρα(informal) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Mi padre empezó a perder el pelo cuando era cuarentón. |
κριτής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Él es un gran conocedor en materia de caballos. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debo presentarme el lunes en el juzgado o me arrestarán. |
μυρίζομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Sentiste la hostilidad en esa reunión? |
λέω ένα γεια με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vamos mas allá del mero saludo, ahora nos hablamos. |
έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quiero salir a comer esta noche. Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que, tal como prometió, regresará. Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε. |
με ναρκωτικά, με ναρκωτικές ουσίες(general) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un hombre desconocido le ofreció una bebida alterada, pero sus amigos se dieron cuenta de lo que estaba pasando. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Con este profesor siempre debes acabar tus tareas a tiempo. |
τρέμω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre temo dar discursos. Πάντα τρέμω να δίνω ομιλίες. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No busco comprar una colección de enciclopedias en estos momentos. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
σκέφτομαι(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen piensa retirarse a los sesenta años. Η Κάρεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη στα εξήντα. |
συνδέομαι(internet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El Wi-Fi debe estar caído, mi computadora está encendida pero no puedo conectarme. |
έχω λόξιγκα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hombre estuvo hipando durante varios minutos, así que le traje un vaso de agua. Είχε λόξιγκα για μερικά λεπτά και έτσι του έφερα ένα λίγο νερό. |
αραιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pelo se le empezó a ralear cuando tenía apenas 25. |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya no podemos admitir más pedidos de transferencia. Δεν μπορούμε πλέον να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα για μεταφορές. |
σκοπεύω(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿De veras te propones atravesar a nado todo el Canal sin mayor entrenamiento previo? Παργματικά σκοπεύεις να διασχίσεις κολυμπώντας τη Μάγχη χωρίς επιπλέον προετοιμασία; |
συγκρίνομαι με κπ/κτ
Una vez que la escuches cantar, ninguna otra voz podrá compararse. Άμα την ακούσεις να τραγουδάει το κομμάτι, θα διαπιστώσεις ότι καμία άλλη φωνή δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. |
ανθίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El plan para el proyecto está floreciendo finalmente. Το σχέδιο για την εργασία επιτέλους αναπτύσσεται. |
λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan deseaba unas vacaciones después de estar trabajando en un barco pesquero durante un mes. Ο Νταν λαχταρούσε διακοπές μετά από ένα μήνα που εργαζόταν σε ένα αλιευτικό σκάφος. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Debo sacar la basura, pero no lo voy a hacer. // ¿Qué debo hacer? Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. |
μπορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sí, puedes tutearme. |
πρωταγωνιστώ(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La famosa actriz protagoniza un nuevo drama. Η διάσημη ηθοποιός πρωταγωνιστεί σε μια νέα δραματική ταινία. |
στοχεύω σε(μεταφορικά) Jack pretende convertirse en el presidente de la empresa algún día. Ο Τζακ επιδιώκει να γίνει ο πρόεδρος της εταιρείας κάποια μέρα. |
προβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El teatro local está presentando "Salomé" en este momento. Το τοπικό σινεμά παίζει τη «Σαλώμη». |
εκτιμώ, σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como soy aspirante a escritor, respeto a los autores que ya publicaron. Ως επίδοξος συγγραφέας εκτιμώ (or: σέβομαι) τους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έχουν εκδοθεί. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para entrar a la sala de ordenadores, los estudiantes necesitan una tarjeta de banda magnética especial. Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών. |
δεν κρατιέμαι(καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy deseando contarte unos cotilleos sobre Mandy. Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ... |
αδιαθετώ(μεταφορικά: έμμηνος ρύση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se me llena la cara de granos cuando estoy por menstruar. Βγάζω σπυράκια στο πρόσωπο, όταν περιμένω να αδιαθετήσω. |
μετράω, μετρώ(tomar en cuenta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cuenta mi experiencia laboral? |
έχω... τάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estas acciones tienden a subir. Η μετοχή έχει ανοδική τάση. |
λυπάμαι, συμπονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tanto si escoges compadecerte o condenar, piensa en el resultado. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tener στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tener
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.