Τι σημαίνει το actuar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης actuar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του actuar στο ισπανικά.
Η λέξη actuar στο ισπανικά σημαίνει ενεργώ, πράττω, σανίδι, αναλαμβάνω δράση, δίνω παράσταση, προσποιούμαι, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω, επιδρώ, παριστάνω, παίζω, έχω πρωταγωνιστή, έχω πρωταγωνίστρια, δίνω παράσταση, παίζω, προσποιούμαι, παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, ενεργώ εκ μέρους, αναπαριστώ, αμελώ, ενεργώ από κοινού, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμα, οι πράξεις μου είναι συνεπείς προς τις πεποιθήσεις μου, είμαι αναπληρωτής, παίζω μουσική στο δρόμο, παίζω άτονα, υποδύομαι άτονα, προσέχω, συσπειρώνομαι, συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να, παίζω καλά, αλληλεπιδρώ, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, λειτουργώ ως, έχω το ρόλο του, ενεργώ σχετικά με κτ, συνεργάζομαι, κάνω, αντικαθιστώ, αναπληρώνω, παίζω με παντομίμα, επιδρώ, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, είμαι μίμος, παραμελώ, αμελώ, δημαγωγώ, εκτελώ καθήκοντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης actuar
ενεργώ, πράττω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tomaré decisiones después de que haya hablado con mis consejeros. Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου. |
σανίδιverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναλαμβάνω δράσηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No podemos ignorar la situación, tenemos que actuar. Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
δίνω παράστασηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A los niños pequeños muchas veces les gusta actuar delante de sus amigos. |
προσποιούμαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El futbolista se cayó agarrándose la pierna, pero el árbitro se dio cuenta de que estaba actuando y no estaba realmente lastimado. |
παίζω ρόλο, συμμετέχωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermano actúa en la producción de El fantasma de la opera. |
παίζω(ρόλος, θέατρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eduardo y Diana actuaron en la primera escena de la obra. Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου. |
επιδρώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grabado fue el resultado del ácido al actuar sobre el metal. Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο. |
παριστάνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella no estaba realmente lastimada; sólo estaba actuando. Δεν είχε χτυπήσει στα αλήθεια, απλά το έπαιζε. |
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom empezó a actuar en obras cuando tenía 12 años. |
έχω πρωταγωνιστή, έχω πρωταγωνίστριαverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) En la nueva película actúa mi actor favorito. Στη νέα ταινία πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος μου ηθοποιός. |
δίνω παράσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El comediante se presenta tres noches a la semana. Ο κωμικός δίνει παράσταση τρεις βραδιές την εβδομάδα. |
παίζω(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me gustaría interpretar un papel en el musical del colegio, así que voy a hacer una audición. |
προσποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En tiempos de peligro, los líderes deben entrar en acción para lidiar con la crisis. |
ενεργώ εκ μέρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tendré que representar a mi hermano ausente. |
αναπαριστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cada año, la ciudad recrea una batalla que sucedió allí durante la guerra civil. |
αμελώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred descuidó la amistad con su amigo, y con el tiempo perdió contacto con él. Ο Φρεντ αμέλησε να επικοινωνεί με τους φίλους του και σιγά σιγά έχασε την επαφή μαζί τους. |
ενεργώ από κοινού
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para llevar adelante el proyecto, la Nación y la Provincia aunaron esfuerzos. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maneja ese auto como si tuviera una conducta temeraria. |
κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No actúes a espaldas de ella; si crees que está equivocada, díselo directamente. Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια. |
το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Desde que la ascendieron, nos trata con prepotencia. |
κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμα(figurado) |
οι πράξεις μου είναι συνεπείς προς τις πεποιθήσεις μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αναπληρωτής(αρχηγός, πρόεδρος κ.λπ.) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Un oficial militar está actuando como representante mientras se establece el nuevo gobierno. |
παίζω μουσική στο δρόμο(για χρήματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω άτονα, υποδύομαι άτονα(για ρόλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No actuó con prudencia y terminó mal. |
συσπειρώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν ναlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Actúa como si fuera una reina. |
παίζω καλάlocución verbal Actuaste muy bien en la obra de la escuela, seguro que cuando seas grande llegarás a ser un actor famoso. |
αλληλεπιδρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un abogado actúa en favor de los intereses de su cliente. Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της. |
λειτουργώ ως, έχω το ρόλο του
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soy el mayor de 12 hermanos y cuando mis padres murieron tuve que hacer el papel de cabeza de familia. |
ενεργώ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nadie se lo ordenó, actuó por propia determinación. |
συνεργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω(μεταφορικά: μιμούμαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre actúa como su hermanito; lo sigue en todo. |
αντικαθιστώ, αναπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula reemplazará a (or: remplazará a) su jefe mientras este está ausente. |
παίζω με παντομίμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Actué con gestos que manejaba un auto para indicar que quería alquilar un auto. |
επιδρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay que lavar la ropa con agua y vinagre caliente, pero dejando que la mezcla actúe sobre la mancha. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι γονείς προσποιούνται ότι είναι ενωμένοι, για να μην ανησυχούν τα παιδιά τους. |
είμαι μίμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El artista es un mimo en los carnavales para ganar algo de dinero. |
παραμελώ, αμελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El soldado no cumplió con sus deberes y lo echaron del ejército. Ο στρατιώτης παραμέλησε τα καθήκοντά του και αποτάχθηκε από τον στρατό. |
δημαγωγώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτελώ καθήκοντα(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Él actuó como secretario en esta reunión y tomó notas. Εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα στη σύσκεψη και κρατούσε σημειώσεις. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του actuar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του actuar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.