Τι σημαίνει το confiar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης confiar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confiar στο ισπανικά.
Η λέξη confiar στο ισπανικά σημαίνει εμπιστεύομαι, ευεπλιστώ, ελπίζω, δίνω, αναθέτω, αφήνω κτ σε κπ, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι, πιστεύω, εμπιστεύομαι, αξιόπιστος, άπιστος, ελπίζω για το καλύτερο, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, πιστέυω, έχω πίστη στο Θεό, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, πιστεύω, εμπιστεύομαι τυφλά, εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, ευελπιστώ, βασίζομαι, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, ελπίζω να κάνω κτ, εμπιστεύομαι, δεν έχω προσδοκίες, εμπιστεύομαι, εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, που ελπίζει, που αισιοδοξεί, βασίζομαι, βασίζομαι, στηρίζομαι, σίγουρος για κτ, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, ποντάρω σε κτ, βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης confiar
εμπιστεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le tomó mucho tiempo aprender a confiar en los demás. Τις πήρε καιρό να μάθει να εμπιστεύεται. |
ευεπλιστώ, ελπίζω(να έγινε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Confío en que lo pasaste bien. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les confié las llaves de mi casa por una semana. |
αναθέτωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sargento le confió al cabo el mando del pelotón. |
αφήνω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te puedo dejar las llaves por si pasa algo? Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι; |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo confío en mi hermano. Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου. |
εμπιστεύομαι(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel le confió las entradas a Brian porque sabía que ella las perdería. Η Ρέιτσελ εμπιστεύτηκε τα εισιτήρια στον Μπράιαν, καθώς ήξερε πως η ίδια θα τα έχανε. |
εμπιστεύομαιlocución verbal (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe me confió esta tarea, así que tengo que asegurarme de hacerla bien. Το αφεντικό εμπιστεύτηκε αυτή τη δουλειά σε μένα, γι ' αυτό πρέπει να εξασφαλίσω ότι θα την κάνω σωστά. |
βασίζομαι(σε κπ για κτ ή να κάνει κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Confía en que ella lo ayudará. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Confío en mi auto, nunca se rompe. Έχω εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ. |
πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¡Tened fe en el Señor!" proclamó el predicador. «Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας. |
εμπιστεύομαιlocución verbal (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te confío mi vida. Σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου. |
αξιόπιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El dueño del negocio tenía suerte de tener empleados confiables que mantuvieran todo funcionando mientras él no estaba. Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε. |
άπιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nadie necesita amigos desleales. |
ελπίζω για το καλύτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estoy seguro de si va a llover o no, vamos a tener que esperar lo mejor. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes confiar en mí. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιστέυωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω πίστη στο Θεόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιστεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμπιστεύομαι τυφλά
Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια. |
εκμυστηρεύομαι κτ σε κπlocución verbal Voy a confiarte un secreto porque sé que eres de fiar. |
στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Debemos hacer algo ahora, no podemos confiar en sus promesas de una futura solución. |
ευελπιστώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Confío en que voy a poder pagar la renta este mes. |
βασίζομαι(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes depender de ese coche? Μπορείς να βασιστείς σε αυτό το αμάξι; |
βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ
Incluí a Sheila en mi equipo porque sé que puedo contar con ella. Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της. |
ελπίζω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Smith, el actual campeón, es optimista respecto de ganar la carrera de hoy. Ο Σμιθ, ο τωρινός πρωταθλητής, ελπίζει να κερδίσει τον σημερινό αγώνα. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν έχω προσδοκίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ten confianza en que todo va a estar bien. |
εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mónica confió la verdad a su mejor amiga. |
βασίζομαι, στηρίζομαι(σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes confiar en ella? Μπορείς να την εμπιστευτείς; |
βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ(ότι/πως θα κάνει κτ) Podés contar con ella para que llegue a tiempo. Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της. |
βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janine está segura de que ganará. Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει. |
που ελπίζει, που αισιοδοξεί(ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Holly era optimista respecto de que este año sería mejor que el anterior. Η Χόλυ ήλπιζε ότι φέτος θα είναι μια καλύτερη χρονιά από την προηγούμενη. |
βασίζομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Debes confiar en la discreción de tu abogado. Μπορείς να βασίζεσαι απόλυτα στη διακριτικότητα του δικηγόρου σου. |
βασίζομαι, στηρίζομαι(σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi madre depende de mí para que le haga la compra. Η μητέρα μου βασίζεται (or: στηρίζεται) σε μένα για να κάνω τα ψώνια για λογαριασμό της. |
σίγουρος για κτ
Si estudias duro, puedes estar seguro de que tendrás éxito en el examen. Αν μελετήσεις σκληρά, μπορείς να είσαι σίγουρος για την επιτυχία σου στο διαγώνισμα. |
εμπιστεύομαι(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te confío el cuidado de mis niños a ti, en caso de que no vuelva de la misión. Εμπιστεύομαι τη φροντίδα των παιδιών μου σε σένα, σε περίπτωση που δεν γυρίσω από την αποστολή. |
βασίζομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Confié en su capacidad para guardar secretos. Βασιζόμουν στην ικανότητά της να κρατήσει μυστικό. |
ποντάρω σε κτlocución verbal Me gustaría llegar a la estación al menos treinta minutos antes; no quiero confiar en que el tren se retrase. Θα ήθελα να πάω στον σταθμό τουλάχιστον τριάντα λεπτά νωρίτερα. Δε θέλω να ποντάρω στο ότι το τρένο μπορεί να καθυστερήσει. Όταν στηρίζεσαι (or: βασίζεσαι) στον καιρό, δεν κερδίζεις πάντα. |
βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ
Yo no me fiaría de su honestidad si fuera tú, él no confesará a menos que tenga que hacerlo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confiar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του confiar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.