Τι σημαίνει το tin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tin στο Αγγλικά.

Η λέξη tin στο Αγγλικά σημαίνει κασσίτερος, κασσίτερος, μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί, ταψί, τηγάνι, παν-, πιάτο, λεκάνη, μάπα, μούρη, ταψί, ταψί, θήκη για καλλυντικά, κοσκινίζω, κάνω pan, δέχομαι σκληρή κριτική, αλουμινόχαρτο, ταψί, φόρμα, ανοιχτήρι, κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο, φόρμα, φόρμα, ταψί, κονσέρβα, οροφή από κασσίτερο, οξείδιο του κασσιτέρου, φύλλο λευκοσιδήρου, λαμαρινένια σκεπή, στρατιωτάκι, τσίγκινο παιχνίδι, αλουμινόχαρτο, ταμπακιέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tin

κασσίτερος

noun (type of metal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mining tin used to be the main industry in Cornwall.
Η εξόρυξη κασσίτερου ήταν η βασική βιομηχανία της Κορνουάλης.

κασσίτερος

noun (metallic element)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The symbol for tin is Sn.
Το σύμβολο του κασσίτερου είναι Sn.

μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί

noun (container: for biscuits, etc.)

Once the cake had cooled, Peter put it in a tin to store it.
Όταν κρύωσε το κέικ, ο Πίτερ το έβαλε σε ένα μεταλλικό κουτί για να το αποθηκεύσει.

κονσέρβα

noun (UK (can: of food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Food in tins keeps for a long time.

μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί

noun (UK (can: metal container)

Grandma offered us some sweets from a tin.

ταψί

noun (UK (pan for baking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel poured the cake batter into the tin and put it in the oven to bake.
Η Ρέιτσελ έβαλε το μείγμα του κέικ μέσα στη φόρμα και το έβαλε στον φούρνο να ψηθεί.

τηγάνι

noun (saucepan, frying pan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bacon is sizzling in the pan.

παν-

prefix (all, every)

We ate dinner at a pan-Asian restaurant.

πιάτο

noun (sifting dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The miners used pans to look for gold in the riverbed.

λεκάνη

noun (depression) (γεωγραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A low-lying area of land is sometimes referred to as a pan.

μάπα, μούρη

noun (slang (face) (αργκό: άκομψο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a smack in the pan, right on his nose.

ταψί

noun (US (pan for roasting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward heated some oil in the pan, before adding the potatoes.

ταψί

noun (US (container for baking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We baked the cake in a square pan.

θήκη για καλλυντικά

noun (makeup container)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is only a small amount of eye shadow left in the pan.

κοσκινίζω

intransitive verb (wash gravel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man had been panning all day, without finding any gold at all.

κάνω pan

intransitive verb (move a camera)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The camera panned over the audience.

δέχομαι σκληρή κριτική

transitive verb (informal (criticize) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A poor quality performance will be panned by the critics.
Αν η παράσταση είναι άσχημη θα τη θάψουν οι κριτικοί.

αλουμινόχαρτο

noun (silver paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We wrapped up our food with aluminum foil.

ταψί

noun (for bread, cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new trend in baking is to use a silicone baking pan.

φόρμα

noun (tin for baking a cake)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Line the bottom of the cake pan with parchment paper.

ανοιχτήρι

noun (gadget for opening tin cans) (για κονσέρβες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How will I pour the condensed milk if I can't find a can opener? My mum has a special tin opener for people with arthritic hands.
Πώς θα αδειάσω το συμπυκνωμένο γάλα, αν δεν βρω το ανοιχτήρι; Η μαμά μου έχει ένα ανοιχτήρι που είναι ειδικά φτιαγμένο για όσους πάσχουν από αρθρίτιδα.

κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο

noun (for charity donations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most shops have a collecting box at the till so you can donate your change to charity.

φόρμα

noun (metal container for baking bread)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Put the dough into a loaf pan and bake for one hour.

φόρμα

noun (pan for baking muffins)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταψί

noun (large metal dish for oven cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is best to use a roasting pan when cooking your meat and vegetables in the oven.

κονσέρβα

noun (metal food container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hate eating soup from a tin can. Baked beans are sold in tin cans.
Απεχθάνομαι να τρώω σούπα από την κονσέρβα. Τα μαγειρεμένα φασόλια πωλούνται σε κονσέρβες.

οροφή από κασσίτερο

noun (US (interior design feature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οξείδιο του κασσιτέρου

noun (chemical compound) (χημεία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φύλλο λευκοσιδήρου

noun (steel, etc.: tin-coated)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tin plate is used for food cans because it does not react to the acids present in food.

λαμαρινένια σκεπή

noun (lightweight metal covering for top of building)

στρατιωτάκι

noun (toy soldier) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσίγκινο παιχνίδι

noun (child's plaything made of lightweight metal)

αλουμινόχαρτο

noun (aluminium foil, silver paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wrap the potatoes in tinfoil and bake them at 425 degrees Fahrenheit.

ταμπακιέρα

noun (metal box holding tobacco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.