Τι σημαίνει το joint στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης joint στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του joint στο Γαλλικά.

Η λέξη joint στο Γαλλικά σημαίνει ενώνω, παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο, βρίσκω, εσωκλείω, εσωκλείω, επισυνάπτω, επισυνάπτω, επικοινωνώ, βρίσκω, επικοινωνώ με κπ, βρίσκω, προσαρτώ, επισυνάπτω, έρχομαι σε επαφή με, ενώνω, συνδέω, βρίσκω, προσπαθώ να επικοινωνήσω, εσώκλειστος, προσαρτημένος, εσώκλειστος, φλάντζα, τσιμούχα, τσιγαριλίκι, τσιγάρο μαριχουάνας, δακτύλιος στεγανοποίησης, λαστιχάκι, τσιγαριλίκι, ένωση, σύνδεση, τσιγαριλίκι, συνδεδεμένος, αρμολόγηση, τσιγαριλίκι, κοινός, έρχομαι μαζί, συμμετέχω, επισυνάπτω, τηλέφωνο επικοινωνίας, συμμετέχω σε κτ, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω, τα βγάζω πέρα, κάνω πράξη τα λεγόμενά μου, πιάνω γραμμή, συμμετέχω, πιάνομαι χέρι χέρι, συνοδεύω, συντροφεύω, μπαίνω, ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ/κτ, ενώνομαι με κτ, προσιτός, συνδέω, ενώνω, μπαίνω, επισυνάπτω, το να μην πετυχαίνεις κάποιον στο τηλέφωνο, Απόδειξέ το!, ενώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης joint

ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a assemblé les pièces du puzzle.
Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ.

παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie de joindre le Président mais il ne répond pas.
Προσπαθώ να βρω τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, αλλά δεν απαντάει.

βρίσκω

verbe transitif (κάποιον στο τηλέφωνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après plusieurs tentatives pour appeler Yolanda, j'ai finalement réussi à la joindre.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να τηλεφωνήσω στη Γιολάντα, τελικά κατάφερα να τη βρω.

εσωκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εσωκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισυνάπτω

verbe transitif (un document)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand Tina a envoyé l'e-mail, elle a joint les photos ?
Όταν η Τίνα έστειλε το email, επισύναψε τις φωτογραφίες;

επισυνάπτω

verbe transitif (un document) (παραθέτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand vous postulez à un emploi, n'oubliez pas de joindre votre CV.
Μην ξεχάσεις πως η αίτηση για δουλειά πρέπει να περιλαμβάνει και το βιογραφικό σου.

επικοινωνώ

(Radio) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Essaie de joindre le quartier général si ce vieil émetteur marche encore.

βρίσκω

verbe transitif (une personne) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de le joindre toute la semaine mais il n'est jamais là.
Προσπαθούσα να τον βρω όλη την εβδομάδα, αλλά λείπει συνέχεια.

επικοινωνώ με κπ

verbe transitif (par téléphone)

Voyons si j'arrive à le joindre (or: le contacter) pour lui demander des informations sur la fête.
Άσε να δω αν μπορώ να τον πιάσω στο τηλέφωνο και να τον ρωτήσω για το πάρτι.

βρίσκω

verbe transitif (une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous pouvez me joindre par téléphone ou mail.

προσαρτώ, επισυνάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι σε επαφή με

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez nous contacter à l'adresse indiquée ci-dessus.

ενώνω, συνδέω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ να επικοινωνήσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή.

εσώκλειστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry ouvrit l'enveloppe et sortit les pièces jointes (or: les documents qui y étaient joints).
Ο Χένρι άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε τα έγγραφα που εσωκλείονταν.

προσαρτημένος

(pièce)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εσώκλειστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φλάντζα, τσιμούχα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un joint de la voiture de John était abîmé.

τσιγαριλίκι

(αργκό, παρωχημένο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma mère raconte comment elle fumait des joints (or: des pétards) dans les années soixante.

τσιγάρο μαριχουάνας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John Lennon a affirmé avoir fumé un joint, vous savez, une cigarette de marijuana, avant de présenter son spectacle devant la reine.

δακτύλιος στεγανοποίησης

nom masculin (αποφυγή διαρροής)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λαστιχάκι

nom masculin (καθομ: βρύση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le robinet coule ; il faut un nouveau joint.

τσιγαριλίκι

(populaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένωση, σύνδεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jointure était si bien faite qu'on la voyait à peine.
Η ένωση έχει γίνει με τόση δεξιοτεχνία που μόλις που τη βλέπεις.

τσιγαριλίκι

nom masculin (familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah s'est assise sous son porche pour fumer un pétard.

συνδεδεμένος

(με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les bras unis du vieux couple leur servaient tout autant à se soutenir qu'à montrer leur affection.
Τα ενωμένα χέρια του ηλικιωμένου ζευγαριού ήταν ένα μέσο στήριξης αλλά και ένα δείγμα αγάπης.

αρμολόγηση

nom masculin (τούβλων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons reçu un devis pour le rejointoiement.
Μόλις λάβαμε μια εκτίμηση του κόστους για την αρμολόγηση.

τσιγαριλίκι

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sean a fumé un pétard (or: joint) pendant la pause.
Ο Σον κάπνισε έναν μπάφο στο διάλειμμά του.

κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan et Sarah étaient les chefs conjoints du club.
Ο Νταν και η Σάρα ήταν από κοινού οι αρχηγοί του ομίλου.

έρχομαι μαζί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous allons voir un film. Tu veux te joindre à nous ?
Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας;

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous sommes joints aux recherches pour retrouver les enfants disparus.
Συμμετείχαμε στην έρευνα για τα εξαφανισμένα παιδιά.

επισυνάπτω

(mettre une étiquette) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα.

τηλέφωνο επικοινωνίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Merci d'indiquer dans cette case un numéro de téléphone où on peut vous joindre.

συμμετέχω σε κτ

ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle gagne à peine de quoi vivre avec ses deux emplois à temps partiel.

τα βγάζω πέρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Même avec deux boulots, il est dur de s'en sortir (or: de joindre les deux bouts) dans cette ville.

τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα

(figuré) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils avaient l'air riches, mais en fait, il avait du mal à joindre les deux bouts.

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

locution verbale (figuré) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avec la crise actuelle, les familles ont du mal à joindre les deux bouts. // Je ne peux pas joindre les deux bouts avec ce que vous me payez.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Même avec deux emplois, elle gagnait juste assez pour joindre les deux bouts.

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle arrivait à joindre les deux bouts en cumulant trois boulots mal payés.

κάνω πράξη τα λεγόμενά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω γραμμή

verbe transitif (τηλεφωνική)

Je n'ai pas réussi à le joindre. Il est peut-être parti déjeuner.

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne vous inquiétez pas si la discussion a déjà commencé, vous pouvez vous joindre à nous quand vous voulez.
Μην ανησυχείς αν η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Μπορείς να συμμετάσχεις όποτε θες.

πιάνομαι χέρι χέρι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Toute l'assemblée a joint ses mains pour prier.

συνοδεύω, συντροφεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω

(σε συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a pris part à la conversation lorsqu'elle s'est aperçue qu'ils parlaient de Cancun.

ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'Église anglicaine invita la méthodiste à se joindre à eux pour la prière du dimanche.

ενώνομαι με κτ

Η Ασία ενώνεται με την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

προσιτός

locution adjectivale (personne) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνδέω, ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω

(σε συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
N'hésite pas à prendre part à la discussion si tu as quelque chose à dire.

επισυνάπτω

(un document) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le hackeur avait joint un virus à l'e-mail.
Ο χάκερ είχε επισυνάψει έναν ιό στο email.

το να μην πετυχαίνεις κάποιον στο τηλέφωνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Απόδειξέ το!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενώνω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses mains se fermèrent en signe de prière et sa tête se courba.
Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του joint στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του joint

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.