Τι σημαίνει το traiter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης traiter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του traiter στο Γαλλικά.
Η λέξη traiter στο Γαλλικά σημαίνει φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, εφαρμόζω, περιποιούμαι, φροντίζω, μιλάω για, συζητώ, ασχολούμαι με κτ, επεξεργάζομαι, θέτω επί τάπητος, επεξεργάζομαι, κουράρω, βρίζω, διαχειρίζομαι, αναλαμβάνω, ξεριζώνω το κακό, συναλλάσσομαι, ερευνώ, υπολογίζω, διευθετώ, διακανονίζω, θεραπεύω κτ με κτ, συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ, αποκαλώ, αναλύω, συζητώ, ανταλλάσσω βρισιές, αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε υπεργολάβο, αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω εργασία σε τρίτους, δίνω κτ υπεργολαβία, σχετικά με, μετατρέπω σε αρχεία δέσμης, επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας, αδικία, slut-shaming, συνεργάζομαι με κπ/κτ, λούζω με βρισιές, διεξάγω εργασίες, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, φέρομαι άσχημα σε κπ, πατρονάρω, αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους, κακοδιαχειρίζομαι, απολυμαίνω με κάπνισμα, χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα, περιφρονώ, καταφρονώ, διεξάγω εργασίες με, αποπαρασιτώνω, κριτικάρω κπ για το πάχος του, κάνω slut-shaming, φέρομαι σκληρά σε κπ, έχω σχέσεις με κπ, επεξεργάζομαι αριθμητικά δεδομένα, αντικειμενοποιώ, αντιμετωπίζω κπ ως εγκληματία, προστατεύω από τον σκόρο, αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους, αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω κτ σε κπ, αναθέτω δουλειά σε κπ/κτ, αναθέτω έργο σε κπ/κτ, πραγματεύομαι, απαξιώνω, περιφρονώ, αφορώ, αφορώ, παίζω με κπ, συναλλάσσομαι με κπ/κτ, καλύπτω, θίγω, φέρομαι σαν να είναι μωρό, επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης traiter
φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπverbe transitif Il la traite mal. Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα. |
αντιμετωπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a traité la situation comme si rien ne s'était passé. Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. |
χειρίζομαι(une affaire, un problème) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai l'intention de traiter sérieusement ce problème. |
εφαρμόζωverbe transitif (un objet, une surface) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a traité la table avec un produit d'entretien imperméabilisant. Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα. |
περιποιούμαι, φροντίζωverbe transitif (Médecine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le médecin traita le patient. Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή. |
μιλάω για, συζητώverbe transitif (un sujet, une question) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On lui a demandé de traiter le sujet en 30 minutes. |
ασχολούμαι με κτverbe transitif Votre demande sera traitée sous 48 heures. Θα επεξεργαστούμε το αίτημά σας εντός 48 ωρών. |
επεξεργάζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut traiter ceci dans une solution chimique pour le faire changer de couleur. |
θέτω επί τάπητοςverbe transitif (un problème, une question) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce problème doit être traité dans les plus brefs délais. Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα. |
επεξεργάζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut traiter (or: transformer) le bois pour obtenir du charbon de bois pour la cuisine. |
κουράρωverbe transitif (παλαιό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À l'école, Ralph était un petit tyran et m'insultait. |
διαχειρίζομαι(des personnes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les immigrants ont été contrôlés à l'aéroport. |
αναλαμβάνω(un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pouvez-vous couvrir ces questions à ma place ? |
ξεριζώνω το κακόlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'instituteur croyait qu'il était de son devoir de soigner le mal à la racine chez ses élèves. |
συναλλάσσομαιverbe intransitif (οικονομικές συναλλαγές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ερευνώ(un problème,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο. |
υπολογίζω(des données, des chiffres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διευθετώ, διακανονίζωverbe transitif (une réclamation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos données montrent que nous avons déjà traité votre réclamation. |
θεραπεύω κτ με κτ
On soigne souvent les maux de tête avec de l'aspirine. Οι πονοκέφαλοι αντιμετωπίζονται συχνά με ασπιρίνη. |
συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ
Vos aînés méritent d'être traités avec respect. Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό. |
αποκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comment oses-tu me traiter de tricheur ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή! |
αναλύω, συζητώverbe transitif indirect (un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'article ne traite même pas du problème majeur. |
ανταλλάσσω βρισιές(καθομιλουμένη) |
αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναθέτω σε υπεργολάβοverbe transitif (confier à un tiers) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il se contente de fabriquer et sous-traite la maintenance. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όχι, το γραφείο μας δεν ασχολείται με τη μετάφραση των κειμένων. Το αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη. |
αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω εργασία σε τρίτουςverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aucun des employés n'étant qualifié, nous avons dû sous-traiter. Κανένας από το τμήμα λογιστικής δεν είχε τα προσόντα κι έτσι αναγκαστήκαμε να αναθέσουμε την εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη (or: αναθέσουμε την εργασία σε τρίτους). |
δίνω κτ υπεργολαβίαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχετικά με(sujet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette présentation est sur (or: traite de) la révolution française et les changements qui en ont découlé. |
μετατρέπω σε αρχεία δέσμης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας(χημεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
slut-shaminglocution verbale (vulgaire, péjoratif) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συνεργάζομαι με κπ/κτ
Il traite avec des représentants d'entreprises étrangères. |
λούζω με βρισιές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux me traiter de tous les noms mais ça ne change en rien la situation. |
διεξάγω εργασίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ να το πληρώσει ακριβάverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis parti de cette boîte car on me traitait comme un chien. |
το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρομαι άσχημα σε κπ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πατρονάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry se croit au-dessus d'Imogen ; il la traite toujours avec condescendance. |
αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτουςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'entreprise a externalisé la paie et la comptabilité. Η εταιρεία έχει αναθέσει σε εξωτερικό συνεργάτη (or: έχει αναθέσει σε τρίτους) τη μισθοδοσία και τα λογιστικά. |
κακοδιαχειρίζομαι(situation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απολυμαίνω με κάπνισμα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακαverbe transitif (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιφρονώ, καταφρονώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διεξάγω εργασίες μεverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous ne traitons pas avec cette banque en raison de sa politique au niveau des prêts. |
αποπαρασιτώνω(un par an) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces singes aiment s'épouiller. |
κριτικάρω κπ για το πάχος τουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω slut-shaminglocution verbale (vulgaire, péjoratif) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρομαι σκληρά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω σχέσεις με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parker traitait avec des gangsters connus. |
επεξεργάζομαι αριθμητικά δεδομέναlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικειμενοποιώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu veux une vraie relation, cesse de traiter la femme avec laquelle tu sors comme un objet. |
αντιμετωπίζω κπ ως εγκληματία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστατεύω από τον σκόροlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους(κάτι σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'entreprise a sous-traité le recrutement à un cabinet externe de ressources humaines. |
αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναθέτω κτ σε κπ
|
αναθέτω δουλειά σε κπ/κτ, αναθέτω έργο σε κπ/κτ(ως υπεργολαβία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πραγματεύομαι(article) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet article traite de la peine de mort. Το άρθρο πραγματεύεται τη θανατική ποινή. |
απαξιώνω, περιφρονώ(δεν καταδέχομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon exposé est sur les effets de l'alcool. Ce livre est sur un roi qui perd sa couronne. |
παίζω με κπ(μεταφορικά, καθομ) Je ne la prendrais pas à la légère si j'étais toi. Elle a un méchant caractère. Δεν θα έπαιζα μαζί της στη θέση σου. Είναι πολύ οξύθυμη. |
συναλλάσσομαι με κπ/κτ
Je fais des affaires (or: Je fais affaire) avec lui de temps en temps. Κάνω δουλειές μαζί του κατά καιρούς. |
καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce magazine traite de problèmes courants en termes d'éducation. |
θίγωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet article ne traite pas des problèmes au Soudan. |
φέρομαι σαν να είναι μωρόverbe transitif (familier) (αρνητικό: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aimerais que mes parents arrêtent de me traiter comme un bébé (or: de me prendre pour un bébé). Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να μου φέρονται σαν να είμαι μωρό. |
επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του traiter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του traiter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.