Τι σημαίνει το treble στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης treble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του treble στο Αγγλικά.

Η λέξη treble στο Αγγλικά σημαίνει τριπλός, τριπλάσιος, υψηλή περιοχή, σοπράνο, τριπλασιάζομαι, της σοπράνο, με υψηλή τονικότητα, τριπλασιάζω, τριπλός, τριπλός, τριπλασιάζω, τριπλό χτύπημα, τριπλασιάζομαι, το κλειδί του σολ, σε υψηλές συχνότητες, εύρος υψηλών συχνοτήτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης treble

τριπλός, τριπλάσιος

adjective (triple)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My phone number is four eight three two treble three.
Ο αριθμός μου είναι τέσσερα οχτώ τρία δύο και τρία τριάρια.

υψηλή περιοχή

noun (music: soprano part) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The melody gets rather hard to follow when it leaves the treble.
Η μελωδία γίνεται αρκετά δύσκολη να την ακολουθήσεις όταν βγει από την υψηλή περιοχή.

σοπράνο

noun (music: soprano singer) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ensemble has just lost its principal treble.
Η ορχήστρα μόλις έχασε την κορυφαία σοπράνο της.

τριπλασιάζομαι

intransitive verb (triple)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Inflation trebled in the first six months of the year.
Ο πληθωρισμός τριπλασιάστηκε μέσα στους πρώτους έξι μήνες του έτους.

της σοπράνο

adjective (music: relating to soprano)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με υψηλή τονικότητα

adverb (music: in high-pitched tone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our son sings treble in the cathedral choir.

τριπλασιάζω

transitive verb (triple)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She accepted the job after they trebled the salary they were offering.

τριπλός

adjective (threefold, in three parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tie a triple knot to secure the tent.
Κάνε έναν τριπλό κόμπο για να στερεωθεί καλά η σκηνή.

τριπλός

adjective (three times)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Triple offenders receive the harshest sentences.
Στους κατηγορούμενους για τριπλά αδικήματα επιβάλλονται οι πιο αυστηρές ποινές.

τριπλασιάζω

transitive verb (make three times as great)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was able to triple my income in one year.
Κατάφερα να τριπλασιάσω το εισόδημά μου μέσα σε έναν χρόνο.

τριπλό χτύπημα

noun (baseball) (στο μπέιζμπολ)

The crowd cheered when the batter hit a triple.

τριπλασιάζομαι

intransitive verb (increase threefold)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My income tripled last year.
Το εισόδημά μου τριπλασιάστηκε πέρσι.

το κλειδί του σολ

noun (musical symbol indicating pitch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The music for the right hand was written in treble clef.

σε υψηλές συχνότητες

adjective (music: high pitched)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύρος υψηλών συχνοτήτων

plural noun (relative volume of high-pitched notes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του treble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.