Τι σημαίνει το treated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης treated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του treated στο Αγγλικά.

Η λέξη treated στο Αγγλικά σημαίνει επιστρωμένος, φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, αντιμετωπίζω, κερνάω, κερνώ, κερνάω, κερνώ, περιποιούμαι, φροντίζω, θεραπεύω κτ με κτ, συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ, έκπληξη, λιχουδιά, μεζεδάκι, κέρασμα, χειρίζομαι, αναλύω, συζητώ, εφαρμόζω, που τον έχουν κακομεταχειριστεί, ακατέργαστος, που υφίσταται κακομεταχείριση, που έλαβε εικονική θεραπεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης treated

επιστρωμένος

adjective (with [sth] applied to it)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The treated wood is less likely to be damaged by rain.

φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ

transitive verb (behave towards)

He treats her badly.
Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα.

αντιμετωπίζω

transitive verb (act as if)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She treated the situation as if nothing had happened.
Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

κερνάω, κερνώ

transitive verb (pay, offer [sth] special)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you fancy going out for dinner tonight? I'll treat you!
Έχεις όρεξη να βγούμε για φαγητό απόψε; Θα σε κεράσω εγώ!

κερνάω, κερνώ

transitive verb (pay for [sb]) (κάποιον ή κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She treated her friend to lunch. He treated her to a weekend at a spa.
Της έκανε δώρο ένα σαββατοκύριακο σε σπα.

περιποιούμαι, φροντίζω

transitive verb (attempt to cure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor treated the patient.
Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή.

θεραπεύω κτ με κτ

(medicate using)

Headaches are often treated with aspirin.
Οι πονοκέφαλοι αντιμετωπίζονται συχνά με ασπιρίνη.

συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ

(often passive (show an attitude of)

Your elders deserve to be treated with respect.
Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό.

έκπληξη

noun ([sth] special)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a treat for her. I made her a card and will surprise her tomorrow.
Της έχω μια έκπληξη. Της έφτιαξα μια κάρτα και θα της την δώσω αύριο.

λιχουδιά

noun ([sth] special: food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have a treat for the kids after dinner.
Έχουμε μια λιχουδιά για τα παιδιά μετά το βραδινό.

μεζεδάκι

noun ([sth] special: animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They gave the dog one of his treats for performing the trick.

κέρασμα

noun ([sth] offered)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you want to go out for a drink? My treat!
Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ!

χειρίζομαι

transitive verb (act upon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I intend to treat this matter seriously.

αναλύω, συζητώ

transitive verb (cover, in a text or speech)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The article didn't even treat the main issue.

εφαρμόζω

transitive verb (apply to [sth]) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He treated the table with a protective cleaning solution.
Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα.

που τον έχουν κακομεταχειριστεί

adjective ([sb]: treated with cruelty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατέργαστος

adjective (unprocessed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που υφίσταται κακομεταχείριση

adjective (abused or neglected)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έλαβε εικονική θεραπεία

adjective (given a placebo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του treated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του treated

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.