Τι σημαίνει το troca στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης troca στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του troca στο πορτογαλικά.

Η λέξη troca στο πορτογαλικά σημαίνει ανταλλαγή, μετάβαση, αλλαγή, αντάλλαγμα, προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο, αλλαγή, αλλαγή, αλλαξιά, ανταλλαγή, ανταλλαγή, αποβολή, ανταλλαγή, δούναι και λαβείν, αλλαγή, <div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, εξαργύρωση, παρωδία, αστεϊσμός, λίβελλος, μεταβολή, αλλαγή, ομοβροντία, σε αντάλλαγμα, άγγιγμα των ποδιών, αμοιβαία εξυπηρέτηση, άτομο που κάνει ανταλλακτικό εμπόριο, ανταλλαγή ψήφων, ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων, ανταλλαγή γυναικών, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα, ανταλλαγή δώρων, διαπραγματευτικό χαρτί, για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα, χρήση εσφαλμένου ονόματος, αλληλεπίδραση, δίνω, δέχομαι κτ αντί πληρωμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης troca

ανταλλαγή

substantivo feminino (trocar) (πραγμάτων, ιδεών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela ficou feliz com a troca de queijos por doces.
Χάρηκε με την ανταλλαγή του τυριού με γλυκά.

μετάβαση, αλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντάλλαγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η συμφωνία είναι ότι θα μου μάθεις Ολλανδικά και σε αντάλλαγμα θα σου κάνω μαθήματα Ρωσικών.

προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oi, eu tenho uma troca. O liquidificador que você me vendeu não funciona.
Γεια, χρειάζομαι μια αλλαγή. Το μπλέντερ που μου πουλήσατε δε δουλεύει.

αλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O treinador pediu uma substituição de jogador.

αλλαξιά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary ia sair após o trabalho, então ela levou consigo uma muda de roupa para o escritório.

ανταλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu gosto do seu casaco. Você quer fazer uma troca pela minha nova saia?
Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου;

ανταλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανταλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve um grande intercâmbio de ideias na conferência.
Έγινε ωραία ανταλλαγή απόψεων στο συνέδριο.

δούναι και λαβείν

(informal: conversa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O câmbio aconteceu rapidamente.
Η αλλαγή συναλλάγματος έγινε πολύ γρήγορα.

<div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>

Alguns contratos de telefonia móvel incluem um atualização anual gratuita.

εξαργύρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρωδία

(imitação cômica, caçoada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστεϊσμός

(piada, humor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λίβελλος

(paródia) (εχθρική κριτική που εμπεριέχει ψέματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταβολή, αλλαγή

substantivo feminino (de língua)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela sempre troca o jeito de falar. Às vezes fala em inglês formal, e às vezes usa gírias.

ομοβροντία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε αντάλλαγμα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν σου δώσω αυτό το βιβλίο, τι θα μου δώσεις σε αντάλλαγμα;

άγγιγμα των ποδιών

(flerte) (φλερτ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αμοιβαία εξυπηρέτηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άτομο που κάνει ανταλλακτικό εμπόριο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανταλλαγή ψήφων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων, ανταλλαγή γυναικών

(troca de parceiros sexuais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα

(notas por moedas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nas arcadas tradicionais, geralmente há um serviço de troca.

ανταλλαγή δώρων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαπραγματευτικό χαρτί

substantivo feminino (figurado)

για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα

locução prepositiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το μικρό αγόρι ξύπνησε και είδε ότι η Νεράιδα των Δοντιών του είχε αφήσει ένα γυαλιστερό νόμισμα ως αντάλλαγμα για το δόντι του.

χρήση εσφαλμένου ονόματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλεπίδραση

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίνω

verbo transitivo (pagar) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou te dar quinhentos dólares pelo carro.
Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο.

δέχομαι κτ αντί πληρωμής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο ιδιοκτήτης της κάβας δεν είχε τα χρήματα που χρωστούσε γι' αυτό πλήρωσε σε ουίσκι.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του troca στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.