Τι σημαίνει το troçar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης troçar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του troçar στο πορτογαλικά.
Η λέξη troçar στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω πλάκα, αλλάζω, ανταλλάζω, εξαργυρώνω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αντικαθιστώ, αλλάζω, αλλάζω με κτ καλύτερο, το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ, ανταλάσσω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αλλάζω, χαλάω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, χαλάω, αλλάζω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ξεστρώνω, αλλάζω, αντικαθιστώ, κάνω αναβάθμιση του/της, ανταλλάσσω, αντικαθιστώ κτ με κτ, αλλάζω, κάνω ζάπινγκ, αλλάζω, μετακινώ, κοροϊδεύω, αντικαθιστώ, ανταλλάσσω, ανταλλάσσω κτ με κπ, αλλάζω, αλλάζω θέσεις, αποβάλλω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, γλείφτης, μηχάνημα που δίνει ψιλά, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αλλάζω ταχύτητες, κάνω διπλή αποσύμπλεξη, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω δέρμα, αλλάζω πόστο, αλλάζω, εξαργυρώνω, κατεβάζω ιδέες, παίρνω το μέρος άλλου, αλλάζω κανάλι, αλλάζω, εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτ, αλλάζω, επικοινωνώ με κπ, φασώνομαι, χαμουρεύομαι, αλλάζω δέρμα, μαδάω, μετακινούμαι από κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης troçar
κάνω πλάκα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω, ανταλλάζωverbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Um dos cozinheiros, bravo com os baixos salários, trocou o sal pelo açúcar. Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη. |
εξαργυρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se você vai ao supermercado, pode também trocar este vale enquanto estiver lá. Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι. |
ανταλλάσσω, ανταλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντικαθιστώ, αλλάζωverbo transitivo (κάτι στη θέση άλλου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles pregaram uma peça em mim trocando meu chá por sopa de cebola. Μου έκανα πλάκα και μου αντικατέστησαν κρυφά το τσάι με κρεμμυδόσουπα. |
αλλάζω με κτ καλύτεροverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu não estava curtindo o filme, por isso troquei para o canal de esportes. Η ταινία δεν με ευχαριστούσε, γι' αυτό το άλλαξα στο αθλητικό κανάλι. |
ανταλάσσω(palavras, etc.) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανταλλάσσω, ανταλλάζωverbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os refugiados foram obrigados a trocar seus bens pessoais por comida. Οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να ανταλλάξουν τα προσωπικά τους αντικείμενα για φαγητό. |
αντικαθιστώ κτ με κτ
|
ανταλλάσσω, ανταλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quer trocar cartões de beisebol comigo? Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ; |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muitas famílias trocam presentes no Natal. Πολλές οικογένειες ανταλλάζουν δώρα τα Χριστούγεννα. |
αλλάζωverbo transitivo (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os dois passageiros querem trocar os lugares um com o outro. Οι δύο επιβάτες θέλουν να ανταλλάξουν θέσεις. |
ανταλλάσσωverbo transitivo (κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu e meu marido ainda trocamos presentes no Dia dos Namorados. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αντάλλαξαν τηλέφωνα. |
ανταλλάσσω, ανταλλάζωverbo transitivo (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele trocou a barra de chocolate por biscoito. Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele trocou dólares por euros. Άλλαξε τα δολάρια με ευρώ. |
χαλάωverbo transitivo (dinheiro) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode trocar um dólar? |
αλλάζω, μετατρέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu quero trocar esses dólares por euros. |
κάνω ψιλά, κάνω λιανάverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você deve trocar suas notas por moedas. |
χαλάω, αλλάζωverbo transitivo (δίνω μικρότερα νομίσματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você troca uma nota de cinco? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά. |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os dois países em guerra trocaram seus prisioneiros na fronteira. Οι δυο εμπόλεμες χώρες έκαναν ανταλλαγή αιχμαλώτων στα σύνορα. |
ξεστρώνωverbo transitivo (roupa de cama) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós trocamos a cama de três em três dias no verão. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele trocou de opiniões de um dia para o outro. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω αναβάθμιση του/της(telefone) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Algumas pessoas atualizam seu telefone toda vez que um novo modelo é lançado, outras mantêm o mesmo telefone por anos. |
ανταλλάσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντικαθιστώ κτ με κτverbo transitivo Não esqueça de trocar suas roupas de inverno por roupas leves antes de sair. Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις. |
αλλάζω(colocar roupas diferentes) (τα ρούχα μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω ζάπινγκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu gastei dez minutos trocando os canais de TV e não achei nada que valesse a pena assistir. Έκανα ζάπινγκ δέκα λεπτά και δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να δω. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essa TV está com defeito, quero trocá-la. Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω. |
μετακινώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O oficial em espera mudou o peso de um pé para o outro. |
κοροϊδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντικαθιστώ(substituir algo por outra coisa) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente substituí minha velha máquina de escrever por um computador. Επιτέλους αντικατέστησα την παλιά μου γραφομηχανή με έναν υπολογιστή. |
ανταλλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανταλλάσσω κτ με κπ
Jack negociou a vaca com um mercador por um punhado de feijões. Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια. |
αλλάζω(μέσο συγκοινωνίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω θέσειςverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποβάλλω(pele) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A cobra descama sua pele. Το φίδι ρίχνει το δέρμα του. |
αλλάζωverbo transitivo (ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Preciso mudar de roupa. Πρέπει να αλλάξω ρούχα. |
αλλάζω(trem, avião, etc.) (συγκοινωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele mudou trocou de trem em Madri no caminho para Barcelona. Για να πάει στη Βαρκελώνη άλλαξε τρένο στη Μαδρίτη. |
αλλάζω ταχύτηταverbo transitivo (marcha de carro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É melhor mudar a marcha quando o motor gira rápido demais. |
αλλάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mude a roupa de cama pelo menos uma vez por semana. |
αλλάζωverbo transitivo (direção) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O barco trocou de curso quando os ventos mudaram. |
αλλάζωverbo pronominal/reflexivo (βάζω άλλα ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Está frio lá fora. Você deveria se trocar. |
γλείφτηςlocução verbal (αργκό, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχάνημα που δίνει ψιλά
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os novos alto-falantes são estilosos, mas eu não trocaria o som pela aparência. Τα καινούρια ηχεία είναι στυλάτα, αλλά δεν θα συμβιβαζόμουν στον ήχο για χάρη της εμφάνισης. |
αλλάζω ταχύτητες(αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω διπλή αποσύμπλεξηexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω ιδιοκτήτηlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω δέρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω πόστοexpressão (esportes) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαργυρώνωexpressão (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω ιδέεςlocução verbal (ideias, etc.) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω το μέρος άλλουlocução verbal (mudança de lealdade) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω κανάλι(mudar o canal de TV) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu troquei de provedores de serviços porque minha banda larga não era rápida o suficiente. Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη. |
εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτexpressão verbal Roberta trocou um vale por uma garrafa de vinho no supermercado. Η Ρομπέρτα εξαργύρωσε ένα κουπόνι και πήρε ένα μπουκάλι κρασί στο σούπερ μάρκετ. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele mudou para terceira marcha para aumentar a velocidade. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έβαλε τρίτη για να ανεβάσει ταχύτητα. |
επικοινωνώ με κπ(informal: fazer contato) |
φασώνομαι, χαμουρεύομαι(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O salva-vidas repreendeu o casal por estarem trocando carícias na piscina. Ο ναυαγοσώστης επέπληξε το ζευγάρι επειδή χαμουρεύονταν στην πισίνα. |
αλλάζω δέρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A cobra já está pronta para trocar a pele. |
μαδάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu gato sempre troca o pelo quando o clima esquenta. |
μετακινούμαι από κτ σε κτ
|
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του troçar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του troçar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.