Τι σημαίνει το usé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης usé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του usé στο Γαλλικά.

Η λέξη usé στο Γαλλικά σημαίνει φθείρω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, κουράζω, σπάω, σπάω, εξαντλώ, φθείρω, φθείρω, φθείρω, φθείρω, φθείρω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, διαβρώνω, φθαρμένος, ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες, φθαρμένος, χαλασμένος, διαβρωμένος, χαλασμένος, ταλαιπωρημένος, φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος, παλιός, παλιός, πολυκαιρισμένος, μπαγιάτικος, ξεθυμασμένος, χαλασμένος, φθαρμένος, πολυκαιρισμένος, πολυφορεμένος, εξασθενημένος, άθλιος, φθαρμένος, ξεσκισμένος, φθαρμένος, άθλιος, μίζερος, ξεφτισμένος, απεριποίητος, ατημέλητος, απεριποίητος, διαβρωμένος, με παλαιωμένη όψη, με φθαρμένη όψη, σκοροφαγωμένος, κουρασμένος, στομωμένος, στάσιμος, φθείρομαι, υπεκφεύγω, χάνω την αποτελεσματικότητα, ξεθωριάζω, το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ, ψάχνω για δουλειά, λιώνω, υπεκφεύγω, αοριστολογώ, το παίζω εκ του ασφαλούς, παραπλανώ, εξαπατώ, φθείρομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης usé

φθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le contact répété du rebord du buffet a usé le cuir de mon fauteuil noir.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les personnes âgées que le travail a trop usées ne profitent guère de leur retraite.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.

εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette rengaine use les nerfs.

κουράζω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants m'ont usé avec leurs demandes incessantes pour avoir des bonbons et j'ai cédé et leur en ai acheté.
Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά.

σπάω

verbe transitif (figuré : les nerfs) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το στρες έχει κάνει τα νεύρα μου κουρέλια.

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'interrogatoire a usé le mental du soldat.
Η ανάκριση έσπασε το ηθικό του στρατιώτη.

εξαντλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de parler s'il te plaît : tu uses ma patience.

φθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les passages vont user le vernis du parquet.

φθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À force de tant marcher, il a usé les semelles de ces chaussures.

φθείρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au fil du temps, le vent et la pluie ont usé (or: érodé) les pierres du bâtiment.

φθείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a usé la lame en l'utilisant autant.
Έφθειρε τη λεπίδα χρησιμοποιώντας τη τόσο συχνά.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(une personne) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses plaintes incessantes m'épuisent (or: m'usent).
Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.

διαβρώνω

verbe transitif (pierre, ciment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au fil des millénaires, les changements climatiques ont érodé (or: usé) les rochers.
Με την πάροδο χιλιετιών η εναλλαγές στην θερμοκρασία διάβρωσαν τους βράχους.

φθαρμένος

adjectif (vêtements)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu ne peux pas sortir dans cette vieille tenue, regarde comme elle est usée !
Δε γίνεται να βγεις έξω με αυτό το παλιόρουχο! Κοίτα πόσο φθαρμένο είναι!

ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φθαρμένος, χαλασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le drap sur le lit est tellement usé qu'il y a un trou au milieu.
Αυτό το σεντόνι είναι τόσο φθαρμένο που έχει μια τρύπα στη μέση.

διαβρωμένος

(objet)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαλασμένος

adjectif (objet)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
On devrait se débarrasser de ce jouet usé.
Εκείνο το χαλασμένο παιχνίδι πρέπει να πεταχτεί.

ταλαιπωρημένος

adjectif (figuré : personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος

adjectif (objet, tissu,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu ne peux pas porter cette veste, elle est trop usée.
Δεν μπορείς να φορέσεις αυτό το παλτό, είναι φθαρμένο.

παλιός

(détérioration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le canapé commence à être usé.

παλιός, πολυκαιρισμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce canapé a l'air vraiment usé. Il nous en faut un neuf.

μπαγιάτικος, ξεθυμασμένος

(blague) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon oncle raconte toujours des blagues éculées et personne ne rit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Νηλ και η Τϊνα ήταν μαζί για δεκαπέντε χρόνια και η σχέση τους ήταν βαλτωμένη.

χαλασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φθαρμένος, πολυκαιρισμένος

adjectif (objet)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πολυφορεμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les vêtements des enfants étaient tous usés, certains étaient même en lambeaux.

εξασθενημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le corps usé (or: fatigué) du vieil homme suscita la pitié d'Oliver.

άθλιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Malgré ses vieux vêtements usés (or: élimés), elle était toujours la plus jolie.
Φορούσε άθλια (or: κουρελιασμένα) ρούχα, αλλά και πάλι ήταν η πιο όμορφη κοπέλα στο χώρο.

φθαρμένος, ξεσκισμένος

adjectif (tissu)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les genoux de tous ses jeans sont râpés.

φθαρμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Τα έπιπλα του Σάιμον πρέπει να ήταν όμορφα όταν τα αγόρασε, αλλά τώρα είναι χάλια.

άθλιος, μίζερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À voir l'apparence miteuse de Donald, il était difficile de deviner qu'il était l'héritier d'une fortune.

ξεφτισμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vieil homme frissonna et enroula la couverture élimée autour de ses épaules.

απεριποίητος, ατημέλητος

(objet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vendeur de la boutique de marque s'est moqué de l'apparence dépenaillée du client.

απεριποίητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαβρωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με παλαιωμένη όψη, με φθαρμένη όψη

(vêtements)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan portait un T-shirt et un jean délavé.
Ο Νταν φορούσε ένα μπλουζάκι και σκισμένο τζιν.

σκοροφαγωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουρασμένος

adjectif (condition)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Wendy travaille dur et se sent fatiguée.
Η Γουέντυ δουλεύει πολύ σκληρά και νιώθει κουρασμένη.

στομωμένος

(lame)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La lame du couteau était trop émoussée pour couper la viande.
Η λεπίδα του μαχαιριού ήταν πολύ στομωμένη για να κόψει το κρέας.

στάσιμος

(sans nouvelles idées)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nina avait été le petit prodige de l'entreprise, mais après des années de longues heures de travail, elle était devenue vieille.

φθείρομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si j'utilisais ma brosse à dents huit fois par jour, elle s'userait rapidement.

υπεκφεύγω

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω την αποτελεσματικότητα

verbe pronominal (excuse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεθωριάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vernis va s'user avec l'air salin et le soleil.

το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ

(assez familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des films de vampire, Hollywood en a fait et refait.

ψάχνω για δουλειά

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λιώνω

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπεκφεύγω, αοριστολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το παίζω εκ του ασφαλούς

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραπλανώ, εξαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ces planches vont se dégrader si vous ne les teintez pas.
Αυτές οι σανίδες θα φθαρούν, εάν δεν τις βάψεις.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του usé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.