Τι σημαίνει το fini στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fini στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fini στο Γαλλικά.

Η λέξη fini στο Γαλλικά σημαίνει πεπερασμένος, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, πεπερασμένος, τελειωμένος, απόλυτος, πλήρης, παντελής, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, φινίρισμα επιφάνειας, ξοφλημένος, φθείρομαι, εντελώς, τελείως, -, τελειωμένος, τελειώνω, εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,, άριστος, καταπληκτικός, απόλυτος, ολοκληρωμένος, τελειώνω, τερματίζω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, αντέχω, καταλήγω, τελειώνω, ξεπετάω, καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, καταλήγω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τρώω όλο, σταματάω, σταματώ, καταλήγω, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, πηγαίνω, πάω, βγαίνω, καταλήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, ανολοκλήρωτος, ημιτελής, πλήρης, ολοκληρωτικός, έχω τελειώσει, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, τελειώνω, σχεδόν έτοιμος, τέλος, τελικό προϊόν, πανίβλακας, πανηλίθιος, τελικό προϊόν, τελειώνω, τελειώνω, Τελειώσαμε, πεπερασμένος αριθμός, τελειώνω με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fini

πεπερασμένος

adjectif (Mathématiques) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La solution au problème est un nombre fini.

ολοκληρώθηκε

participe passé

La partie s'est finie vers quatre heures.
Ο αγώνας ολοκληρώθηκε στις 4 η ώρα.

ολοκληρωμένος, τελειωμένος

adjectif (produit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
C'est ici qu'ils expédient les produits finis.

πεπερασμένος

adjectif (που έχει όρια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
il y a un nombre limité de manières pour gérer ce problème.

τελειωμένος

(καθομιλουμένη, μτφ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Criblée de dettes, l'entreprise était ruinée.

απόλυτος, πλήρης, παντελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les économistes pensent que la récession est finie.

φινίρισμα επιφάνειας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En polissant et en cirant le bois, vous obtiendrez un joli fini.

ξοφλημένος

adjectif (acteur,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Avec l'âge, il se trouvait de plus en plus fini.

φθείρομαι

adjectif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'était un sportif de haut niveau mais aujourd'hui il est complètement fini.
Ήταν ένας κορυφαίος αθλητής, αλλά τώρα έχει φθαρεί εντελώς.

εντελώς, τελείως

adjectif (emphase) (εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ton frère est un idiot fini !
Ο αδερφός σου είναι ντιπ για ντιπ ηλίθιος!

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
J'en ai marre de ta jalousie. Entre nous, c'est fini !
Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε!

τελειωμένος

adjectif (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il était fini ! Plus personne n'allait l'engager après ce scandale.
Ήταν τελειωμένος! Κανείς δεν θα τον προσλάμβανε μετά το σκάνδαλο.

τελειώνω

adjectif (objet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le peinture rouge est finie, et on n'a presque plus de bleu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κόκκινη μπογιά τελείωσε, και δεν έχει μείνει και πολύ μπλε.

εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άριστος, καταπληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'élégante femme était habillée avec un parfait goût.

απόλυτος

(idiot, crétin,…)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολοκληρωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a fini la boîte de céréales et a dû en ouvrir une autre.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

τερματίζω

verbe transitif (une distance) (σε αγώνα δρόμου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a fini la course en 35 minutes.
Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon cours finit (or: se termine) à midi.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

τελειώνω

(έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il aura fini (or: aura terminé) la traduction dans 30 minutes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veuillez finir (or: terminer) pour que nous puissions partir.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continuer à dépenser comme ça et tu finiras sans un sou.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois finir mes devoirs avant d'aller au centre commercial.

ξεπετάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fini une dissertation de science po en attendant qu'elle se prépare.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fini le gâteau sans en offrir une seule part à qui que ce soit.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a fini son repas puis a quitté la maison.
Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu dois finir tes légumes avant d'avoir du dessert.

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finissons et rentrons à la maison.

τρώω όλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu finis tous tes légumes, tu pourras avoir du dessert.
Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο.

σταματάω, σταματώ

verbe intransitif (école)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'école finit la semaine prochaine pour les vacances d'été.
Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbe intransitif (école, cours)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'école finit à 15 heures.

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

verbe transitif (κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finis le rapport avant de rentrer.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fini son allocution sur une boutade destinée à détendre l'auditoire.
Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση.

τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω, πάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les pronostics sont bons, mais il est trop tôt pour savoir comment ça va finir.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

βγαίνω

(από κατάσταση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'espérais qu'en prenant le métro, je me retrouverais dans le centre de Paris.
Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aurais achevé ce tableau d'ici vendredi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί.

λήγω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανολοκλήρωτος

(travail,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'auteure est morte, laissant son dernier manuscrit inachevé.

ημιτελής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλήρης, ολοκληρωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω τελειώσει

(μόνο παρελθόν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dieu merci, cette épreuve est bien finie.

που τελείωσε, που εξαντλήθηκε

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Toute la farine a été utilisée hier soir quand nous avons fait le pain.

τελειώνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand vous aurez fini le test, posez vos stylos et attendez que tout le monde ait fini.

σχεδόν έτοιμος

J'ai presque fini. Donne-moi encore cinq minutes et je te rejoins.

τέλος

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
C'est fini, Jack, le bâtiment est cerné.

τελικό προϊόν

nom masculin (αποτέλεσμα διεργασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πανίβλακας, πανηλίθιος

nom masculin (très fam) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελικό προϊόν

nom masculin

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bataille fut finie en moins de trois heures.
Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες.

τελειώνω

(για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est fini entre Robert et Hannah.
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

Τελειώσαμε

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πεπερασμένος αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελειώνω με

(χρήση)

Tu en as fini avec ce journal ?
Τέλειωσες με την εφημερίδα;

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fini στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fini

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.