Τι σημαίνει το fatigué στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fatigué στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fatigué στο Γαλλικά.

Η λέξη fatigué στο Γαλλικά σημαίνει κουρασμένος, κούραση, κόπωση, εξάντληση, κουρασμένος, κόπωση, κούραση, κόπωση, εξάντληση, νυσταγμένος, κούραση, κόπωση, εξάντληση, κούραση, κόπωση, εξαντλημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένος, χαλασμένος, καταβεβλημένος, τσακισμένος, ψόφιος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος, εξουθενωμένος, αγουροξυπνημένος, κουρασμένος, εξασθενημένος, κλειστός, κουρασμένος, κουράζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, κάνω κπ/κτ να τα φτύσει, προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω, μαραζώνω, εξαντλώ, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, κουράζω, εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω, που υποφέρει από τζετ λαγκ, ξεθεωμένος, κατάκοπος, αγανακτισμένος, οπτική κόπωση, τζετ-λαγκ, σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, βαριέμαι, βαριέμαι, κουράζομαι, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, κουράζομαι με κτ, πέφτω ξερός, που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια, κουρασμένος από το ταξίδι, κουρασμένα, μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fatigué

κουρασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'enfant fatigué s'est endormi sur le chemin du retour.
Το κουρασμένο παιδί αποκοιμήθηκε στο δρόμο για το σπίτι.

κούραση, κόπωση, εξάντληση

(άτομο: σωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les joueurs ont souffert de fatigue pendant les prolongations.
Οι παίχτες υπέφεραν από κόπωση στην παράταση.

κουρασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
J'étais fatigué par ma journée de travail et je n'avais pas envie de cuisiner.
Ήμουν κουρασμένος επειδή δούλευα όλη μέρα, και δεν ήθελα να μαγειρέψω.

κόπωση

nom féminin (Technique) (υλικού: εξασθένηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fatigue dans les poutres en treillis a provoqué l'effondrement du pont.
Η κόπωση των δοκών οδήγησε στην κατάρρευση της γέφυρας.

κούραση, κόπωση, εξάντληση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand je rentre dans un supermarché bondé, je ressens tout de suite de la fatigue.
Όταν μπαίνω σε ένα πολυσύχναστο σούπερ μάρκετ, νιώθω αμέσως κόπωση.

νυσταγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le bébé était fatigué, alors Harry lui a fait faire une sieste.
Το μωρό νύσταζε και έτσι ο Χάρρυ το έβαλε για να πάρει έναν υπνάκο.

κούραση, κόπωση, εξάντληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons dû nous arrêter à cause de la fatigue, les uns après les autres.

κούραση, κόπωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fatigue peut faire en sorte qu'on oublie des petits détails.
Η κούραση μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να παραβλέπουν μικρά λάθη.

εξαντλημένος

adjectif (όχι άλλη δύναμη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουρασμένος

adjectif (condition)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Wendy travaille dur et se sent fatiguée.
Η Γουέντυ δουλεύει πολύ σκληρά και νιώθει κουρασμένη.

εξαντλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Karen avait couru un bout de temps et se sentait épuisée.
Η Κάρεν είχε πάει για τρέξιμο και ήταν εξαντλημένη.

κουρασμένος

(soutenu)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Τα κουρασμένα παιδιά πήγαν για ύπνο.

χαλασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καταβεβλημένος, τσακισμένος

(άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'air exténué d'Emma a choqué ses vieux amis.

ψόφιος

(familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος

(familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξουθενωμένος

(familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγουροξυπνημένος

adjectif (personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουρασμένος

(personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξασθενημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le corps usé (or: fatigué) du vieil homme suscita la pitié d'Oliver.

κλειστός

adjectif (voix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avec une voix cassée, John a demandé s'il pouvait avoir de l'eau.

κουρασμένος

(soutenu)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La randonnée avait fatigué Agatha alors elle est allée se coucher tôt.
Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς.

εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il commence à me fatiguer avec cette histoire.

κάνω κπ/κτ να τα φτύσει

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαραζώνω

(άτομο, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαντλώ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout ce sport va les crever.

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chaque fois que je garde ses enfants, ils m'épuisent (or: me fatiguent). Prendre le métro tous les jours m'épuise (or: me fatigue).

κουράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les tâches ménagères fatiguaient (or: lassaient) Jane ; elle aurait aimé pouvoir se permettre d’embaucher une femme de ménage.

εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που υποφέρει από τζετ λαγκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après être rentré d'Europe, j'étais tellement déphasé (par le décalage horaire) que je me réveillais à 4 h du matin tous les jours.

ξεθεωμένος, κατάκοπος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai travaillé 12 heures aujourd'hui et je suis épuisé.
Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος.

αγανακτισμένος

(un peu familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu as l'air d'en avoir marre : qu'est-ce qui ne va pas ?
Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει;

οπτική κόπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τζετ-λαγκ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας.

σύνδρομο χρόνιας κόπωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύνδρομο χρόνιας κόπωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de ses plaintes constantes (or: qu'il se plaigne tout le temps).
Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο.

βαριέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis fatiguée de ma vie.

βαριέμαι

(un peu familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Audrey en avait marre du mauvais temps. // Comme Joan en avait marre d'être baladée de bureau en bureau, elle s'est énervée.
Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε.

κουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρχίζω να κουράζομαι από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur commençait à en avoir assez de dire à ses élèves d'arrêter de bavarder.

κουράζομαι με κτ

Je commence à être las des séries policières. Il y en a plein à la télé !
Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες!

πέφτω ξερός

verbe pronominal (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le petit garçon s'est écroulé de fatigue après avoir passé toute la journée à jouer.
Το αγοράκι έπεσε ξερό αφού έπαιζε όλη μέρα.

που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουρασμένος από το ταξίδι

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κουρασμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα

(Médecine)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fatigué στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fatigué

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.