Τι σημαίνει το v στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης v στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του v στο Αγγλικά.

Η λέξη v στο Αγγλικά σημαίνει Χ, V, V, πέμπτος, πέμπτος, πέμπτος, πέμπτος, πέμπτο, κατά το ένα-πέμπτο, πέντε του μήνα, πέντε, ο πέμπτος, συγχορδία πέμπτης, μονάδα μέτρησης ποτών, περίπου 750 ml, Πέμπτη, πέμπτη, εναντίον, Υπουργείο Βετεράνων, πολυτιμότερος παίκτης, φύση εναντίον ανατροφής, βλέπε, παράβαλε, παραπομπή, παρακαλώ απαντήστε, απαντώ σε πρόσκληση, απάντηση σε πρόσκληση, λαιμόκοψη σε σχήμα V, μπλούζα με λαιμόκοψη σε σχήμα V, με λαιμόκοψη σε σχήμα V, μπλούζα με V, φορέας παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε Αμερικανούς βετεράνους και τις οικογένειές τους, ρ αμτβ, ρ αμ, ρ αμετ, αντιπρόεδρος, ρηματική φράση, ρ μτβ, ρ μ, ρ μετ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης v

Χ

noun (22nd letter of alphabet) (22ο γράμμα του αλφάβητου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

V

noun (Roman numeral: 5) (ρωμαϊκός αριθμός: 5)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
See Chapter V for further discussion of this issue.

V

noun (title of Pope, monarch) (μονάρχης, πάπας: ο Πέμπτος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
King Henry V died in 1422.

πέμπτος

adjective (5th in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John was the fifth person on the list.
Ο Τζον ήταν το πέμπτο άτομο στη λίστα.

πέμπτος

adjective (in race, competition: placed 5th)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tina was fifth out of six in the 100m butterfly.

πέμπτος

adverb (race, competition: in 5th place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim came in fifth at the state finals.
Ο Τιμ ήρθε πέμπτος στους πολιτειακούς τελικούς.

πέμπτος

noun (in a series, list: 5th item, person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle was fifth in line.
Ο Κάιλ ήταν πέμπτος στη σειρά.

πέμπτο

noun (fraction: 5th part, 20 per cent)

Only a fifth of people with hearing problems wear hearing aids.
Μόνο το ένα πέμπτο των ατόμων με προβλήματα ακοής φορά ακουστικά.

κατά το ένα-πέμπτο

adverb (extent: 1/5)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Our apartment block is one-fifth empty.

πέντε του μήνα

noun (fifth day of the month)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't worry; I'll be back in time for your concert on the fifth.

πέντε

noun (UK (fifth day of specified month)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school term starts on 5th September.
Η σχολική περίοδος ξεκινά στις στις πέντε Σεπτεμβρίου.

ο πέμπτος

noun (5th monarch with specified name)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
George the Fifth came to the British throne in 1910.
Ο Γεώργιος ο Πέμπτος ανήλθε στον βρετανικό θρόνο το 1910.

συγχορδία πέμπτης

noun (musical interval)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The bass sang the fifth of the chord.
Το μπάσο έπαιζε την συγχορδία πέμπτης.

μονάδα μέτρησης ποτών, περίπου 750 ml

noun (US (measure of alcohol)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Kelsey drank half a fifth of whiskey.

Πέμπτη

noun (music: 5th symphony, etc.)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
My favourite piece of music is Beethoven's Fifth.

πέμπτη

noun (5th automobile gear)

The driver switched into fifth on the freeway.

εναντίον

preposition (abbreviation (versus) (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Υπουργείο Βετεράνων

noun (US, abbreviation (Department of Veterans Affairs)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολυτιμότερος παίκτης

noun (sports: most valuable player)

φύση εναντίον ανατροφής

noun (debate: inherited or learned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a question of nature versus nurture: Are people born violent, or do they become violent because of how they are raised?

βλέπε, παράβαλε

expression (written, abbreviation (quantum vis: as much as you want) (σε κείμενο για παραπομπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραπομπή

expression (written, abbreviation (cross-reference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρακαλώ απαντήστε

interjection (initialism (invitation: please reply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
RSVP by the 2nd of August, please!

απαντώ σε πρόσκληση

intransitive verb (informal, initialism (reply to invitation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The invitation requests that we RSVP by October 1.

απάντηση σε πρόσκληση

noun (informal, initialism (reply to invitation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All RSVPs should be sent by email.

λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun (clothing: V-shaped neckline)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This pullover has a V neck.

μπλούζα με λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun (top with a V neck)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dave was wearing a V neck.

με λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun as adjective (having a V neck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bought Sam a V-neck sweater for his birthday.

μπλούζα με V

noun (top with V-shaped neckline)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
These V-neck shirts are available in white or blue.

φορέας παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε Αμερικανούς βετεράνους και τις οικογένειές τους

noun (US, initialism (Veterans Administration)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The VA provides benefits to veterans.

ρ αμτβ, ρ αμ, ρ αμετ

noun (abbreviation (grammar: intransitive verb) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
vi is the abbreviation for intransitive verb.
«ρ αμ» είναι η συντομογραφία για τα αμετάβατα ρήματα.

αντιπρόεδρος

noun (initialism (vice president)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ρηματική φράση

noun (written, initialism (grammar: verb phrase)

ρ μτβ, ρ μ, ρ μετ

noun (abbreviation (grammar: transitive verb) (συντομογραφία: ρήμα μεταβατικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του v στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του v

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.