Τι σημαίνει το wedge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wedge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wedge στο Αγγλικά.

Η λέξη wedge στο Αγγλικά σημαίνει σφήνα, σφηνώνω, σφηνώνω, γουέτζ, κομμάτι, πλατφόρμα, τριγωνικό πρίσμα, χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω, απομακρύνω, φέτα λεμονιού, κομμάτι λεμονιού, φέτα λάιμ, κυδωνάτες πατάτες, αμφιλεγόμενο ζήτημα, σφηνοειδής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wedge

σφήνα

noun (V-shaped block)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Polly pushed a wedge under the door to hold it open. The stonemason drove a wedge into the block of stone to split it.
Η Πόλι έβαλε μια σφήνα κάτω από την πόρτα για να την κρατήσει ανοιχτή.

σφηνώνω

transitive verb (stick into)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan wedged the book between the others on the shelf.
Ο Άλαν σφήνωσε το βιβλίο ανάμεσα στα υπόλοιπα που ήταν τοποθετημένα στο ράφι.

σφηνώνω

transitive verb (secure with a wedge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter wedged the door to make sure it didn't swing closed.

γουέτζ

noun (type of golf club) (είδος μπαστουνιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The golfer chose a wedge for her next shot.

κομμάτι

noun (piece: of cake, etc.) (από κάτι στρογγυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan served his guests coffee with a wedge of cake each.

πλατφόρμα

noun (often plural (shoe with wedge heel) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nancy was wearing wedges.

τριγωνικό πρίσμα

noun (mathematics: triangular prism) (στα μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω

phrasal verb, transitive, separable (insert into tightly fitting space)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

verbal expression (figurative (cause bad feeling between) (κάποιον από κάποιον)

I can't help feeling that your mother is trying to drive a wedge between us.

φέτα λεμονιού, κομμάτι λεμονιού

noun (thick slice or chunk of lemon) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fresh lemon wedges are a typical accompaniment for fish.

φέτα λάιμ

noun (thick slice of green citrus fruit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A cold Mexican beer with a lime wedge is very refreshing.

κυδωνάτες πατάτες

noun (thick baked potato slices in the skin)

αμφιλεγόμενο ζήτημα

noun (politics: controversial topic)

σφηνοειδής

adjective (triangular, cuneate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wedge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.