Τι σημαίνει το abuse στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abuse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abuse στο Αγγλικά.

Η λέξη abuse στο Αγγλικά σημαίνει κακομεταχειρίζομαι, κάνω κατάχρηση, καταχρώμαι, κακομεταχειρίζομαι, προσβολή, κακομεταχείριση, κακοποίηση, κατάχρηση εξουσίας, κατάχρηση εξουσίας, παιδική κακοποίηση, παιδική κακοποίηση, παιδική κακοποίηση, κατάχρηση ουσιών, συναισθηματική κακοποίηση, καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολών, σωματική κακοποίηση, σωματική βία, αυτοτραυµατισµός, αυνανισμός, σεξουαλική κακοποίηση, κατάχρηση ουσιών, υποτιμητικός όρος, οχετός προσβολών, εξύβριση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abuse

κακομεταχειρίζομαι

transitive verb ([sb]: treat badly) (συμπεριφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He abused his wife for many years before she went to the police.
Κακομεταχειριζόταν την γυναίκα του για πολλά χρόνια πριν αυτή απευθυνθεί στην αστυνομία.

κάνω κατάχρηση

transitive verb (drugs, alcohol: take) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My uncle is in treatment because he abuses alcohol.
Ο θείος μου ακολουθεί θεραπευτική αγωγή καθώς κάνει κατάχρηση στο αλκοόλ.

καταχρώμαι

transitive verb ([sth]: use wrongly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dictator is accused of abusing his power.
Ο δικτάτορας κατηγορείται πως κάνει κατάχρηση της εξουσίας του.

κακομεταχειρίζομαι

transitive verb (object, device: misuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please do not abuse the keyboard by pounding on the keys.
Μην κακομεταχειρίζεσαι το πληκτρολόγιο χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα.

προσβολή

noun (insults)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The guards did not like the verbal abuse from the shouting prisoners.
Στους φρουρούς δεν άρεσε η λεκτική προσβολή από τους κρατούμενους που φώναζαν.

κακομεταχείριση

noun ([sb]: mistreatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abuse of the prisoners will not be tolerated.
Δεν θα ανεχθούμε την κακομεταχείριση των κρατουμένων.

κακοποίηση

noun ([sb]: physical mistreatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police are investigating claims of physical abuse by teachers at a boarding school.
Η αστυνομία ερευνά ισχυρισμούς για σωματική κακοποίηση από δασκάλους σε ένα οικοτροφείο.

κατάχρηση εξουσίας

noun (corrupt use of power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sexual harassment of a subordinate is a boss's abuse of authority.

κατάχρηση εξουσίας

noun (using authority for own benefit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Violence against children is an abuse of power.

παιδική κακοποίηση

noun (violence towards a child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Social workers and teachers have to look out for evidence of child abuse.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι δάσκαλοι οφείλουν να προσέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία για παιδική κακοποίηση.

παιδική κακοποίηση

noun (neglect of a child)

Failing to provide for a child's basic needs is a form of child abuse.

παιδική κακοποίηση

noun (sexual molestation of a child)

A 36-year-old man has been charged with child abuse and making indecent images of children.

κατάχρηση ουσιών

noun (misuse of drugs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Should drug abuse be punished by law or treated by doctors?

συναισθηματική κακοποίηση

noun (psychological mistreatment)

The child has suffered continuous emotional abuse while under the care of his aunt.

καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολών

noun (burst of insults)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The politician suffered a hail of abuse from the crowd.

σωματική κακοποίηση, σωματική βία

noun (violence)

The social worker said that the child had suffered severe physical abuse.

αυτοτραυµατισµός

noun (harming yourself)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυνανισμός

noun (euphemism (masturbation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σεξουαλική κακοποίηση

noun (indecent assault)

Jacobs is facing a charge of sexual abuse.

κατάχρηση ουσιών

noun (drug or alcohol overuse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποτιμητικός όρος

noun (offensive or derogatory expression)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
"Chav" is a term of abuse aimed almost exclusively at the white poor.

οχετός προσβολών

noun (figurative (outpouring of insults)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The man subjected the police officer to a torrent of abuse.

εξύβριση

noun (insulting, shouting at [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When the teacher told him to be quiet, the boy responded with verbal abuse.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abuse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του abuse

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.