Τι σημαίνει το valorar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valorar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valorar στο ισπανικά.

Η λέξη valorar στο ισπανικά σημαίνει εκτιμάω, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, αποτιμώ, ογκομετρώ, βάζω ψηλά, έχω ψηλά, λατρεύω, αναλύω, εκτιμώ, εκτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω, δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμο, επιθεωρώ, ελέγχω, κοστολογώ, αναγνωρίζω, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, επανεκτιμώ, αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για, αξιολογώ, δεν έχω σε υπόληψη, λατρεύω, εκτιμάω, εκτιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valorar

εκτιμάω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestra compañía valora (or: aprecia) a las personas que la componen.
Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της.

εκτιμώ, σέβομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Valoro mucho el esfuerzo que has hecho por mejorar.

εκτιμώ, αποτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los administradores valoraron los activos de la compañía.
Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

ογκομετρώ

(química) (χημεία: π.χ. ένα διάλυμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω ψηλά, έχω ψηλά

(καθομ, μεταφορικά)

Maggie valoraba su amistad con Lydia.
Η Μάγκυ εκτιμούσε τη φιλία της με τη Λυδία.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nick estima el reloj de bolsillo que le dio su abuelo.
Ο Νικ λατρεύει το ρολόι τσέπης που του δώρισε ο παππούς του.

αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es importante evaluar la situación antes de tomar una decisión.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El valor de la propiedad fue tasado en un millón de euros.
Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La casa de los Anderson se tasó muy por debajo del valor de mercado.
Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς.

εκτιμώ, υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tasador tasó la casa en 45.000 libras.
Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας.

δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mientras estuvo enferma, Helen atesoraba las visitas de sus amigos, pues le alegraban el día.
Ενώ ήταν άρρωστη, η Έλεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις επισκέψεις των φίλων της επειδή έκαναν πιο ευχάριστη την ημέρα της.

επιθεωρώ, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hicimos que un inspector viniera a tasar la casa.

κοστολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tratante de arte tasó el jarrón en seiscientos dólares.

αναγνωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aprecio todo el esfuerzo que has hecho pero ahora me toca a mí tomar el control.
Αναγνωρίζω όλη τη δουλειά που έχεις κάνει, αλλά τώρα πρέπει να αναλάβω εγώ.

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchas culturas valoran a los artistas.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sé que es uno de los directores más famosos de todos los tiempos, pero yo no lo considero tan bueno.

επανεκτιμώ

(evaluar de nuevo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le doy mucha importancia al concepto de libertad de expresión.

αξιολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La junta valoró a los candidatos para el trabajo.
Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά.

δεν έχω σε υπόληψη

(κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam ama a Charlotte, así que le ha pedido que se case con él.
Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί.

εκτιμάω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora demuestra que valora a sus alumnos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valorar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.