Τι σημαίνει το vaut στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vaut στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vaut στο Γαλλικά.

Η λέξη vaut στο Γαλλικά σημαίνει αξίζω, κοστίζω, αξίζω, κοστίζω, στοιχίζω, χαρίζω, ίσος, ίδιος, κερδίζω, μου εξασφαλίζει, αντίθετος χαρακτήρας, ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο, χαρακτήρας κατ' αντίστιξη, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, αξίζει τα λεφτά του, που αξίζει, που αξίζει το ρίσκο, δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή, αξίζει τον κόπο, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, αξίζω την αναμονή, δεν αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ, όνειρο, δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ, αξίζει το ρίσκο, αξίζω την αναμονή, δημοσιοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vaut

αξίζω, κοστίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'expert m'a confié que le vase valait 200 £ mais j'en espérais plus.
Ο έμπορος είπε πως το βάζο άξιζε 200 λίρες, αλλά εγώ είχα την ελπίδα ότι θα έπιανε περισσότερα.

αξίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que ça vaut le coup de le faire ?
Αξίζει να το κάνουμε καν;

κοστίζω, στοιχίζω

(avoir pour prix)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce livre coûte dix dollars.
Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια.

χαρίζω

(la gloire...) (αναγνώριση, δόξα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son premier film lui a valu la gloire.
Η πρώτη του ταινία του χάρισε δόξα.

ίσος, ίδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όσον αφορά την τιμή δεν υπάρχει διαφορά, είναι ίδια μεταξύ τους.

κερδίζω

verbe transitif (σεβασμό, αγάπη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son travail de bénévole lui a mérité (or: valu) les éloges de sa communauté.
Κέρδισε τον έπαινο της κοινότητας για την εθελοντική της εργασία.

μου εξασφαλίζει

L'entretien positif qu'il a passé lui a assuré (or: valu) le poste.
Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά.

αντίθετος χαρακτήρας

nom masculin invariable

ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο

nom masculin invariable

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαρακτήρας κατ' αντίστιξη

nom masculin invariable

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shaun faisait office de faire-valoir auprès du héros de l'histoire.

που αξίζει το βάρος του σε χρυσό

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vous utilisez beaucoup Internet, le haut débit vaut son pesant d'or.

αξίζει τα λεφτά του

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prendre l'avion revient sans doute plus cher, mais vaut la dépense si l'on veut éviter la circulation.

που αξίζει

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'allais faire les magasins mais j'ai finalement décidé que cela n'en valait pas la peine.
Θα πήγαινα στα μαγαζιά, αλλά αποφάσισα τελικά ότι δεν αξίζει.

που αξίζει το ρίσκο

locution verbale (un peu familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les scientifiques qui chassent les tornades pensent que les informations qu'on peut récolter en valent le coup.
Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο.

δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή

(familier)

Elle a payé des centaines de dollars pour une vieille horloge qui ne vaut pas un clou.

αξίζει τον κόπο

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il avait du mal à faire valoir ses arguments en faveur du végétalisme.

αξίζω την αναμονή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cela a pris longtemps de finir le travail mais ça a valu le coup d'attendre.

δεν αξίζει τον κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça vaut le coup de lire les critiques avant d'acheter un appareil photo.

όνειρο

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les billets pour ce concert valent de l'or ; tu serais chanceux d'en trouver.

δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard est charmant, mais il ne vaut pas son frère.
Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλός, αλλά δεν πιάνει μία μπροστά στον αδερφό του.

αξίζει το ρίσκο

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Ξέρω ότι φαίνεται ακριβό, αλλά ξέρω ότι θα ανέβει η αξία του, οπότε νομίζω ότι αξίζει το ρίσκο.

αξίζω την αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημοσιοποιώ

verbe transitif (une revendication,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mineur a délimité son site afin de justifier sa demande.
Ο μεταλλευτής οριοθέτησε με πασσάλους το οικόπεδό του, για να δημοσιοποιήσει τη διεκδίκησή του.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vaut στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.