Τι σημαίνει το valeur στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης valeur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valeur στο Γαλλικά.
Η λέξη valeur στο Γαλλικά σημαίνει αξία, αξία, αξία, τιμή, αξία, αξία, αξία, αξία, αξία, αξία, δεδομένο, πλεονέκτημα, αξία, ονομαστική αξία, μηδαμινός, ασήμαντος, σκουπίδι, χαμηλός, περιουσία, πολύτιμος, πολύτιμος, φτηνός, που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί, μη εισπράξιμος, που δεν υπόκειται σε απόσβεση, προεπιλογή, θρεπτική αξία, ρακοσυλλέκτης σε παραλία, έλλειψη αξίας, επικερδής μετοχή, υποκειμενική κρίση, απόλυτο μέγεθος, λογιστική αξία, θερμιδική αξία, μείωση αξίας, πτώση, καθαρή αξία, καθαρή αξία, ονομαστική αξία μετοχής, τρέχουσα αξία, συναισθηματική αξία, φόρος προστιθέμενης αξίας, ονομαστική αξία, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, προστιθέμενη αξία, κόστος αγοράς, αξία επωνυμίας, λογιστική αξία, λογιστική αξία, προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή, διατροφική αξία, υπολειματική αξία, μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος, εκτίμηση ακινήτων, αξία ακινήτου, αξία λιανικής, υπολειμματική αξία, αλυσίδα αξίας, αξία μεταπώλησης, μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου, μετοχή ονομαστικής αξίας, αξία εξαγοράς, μέση τιμή, αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του, εκθέτω, παρουσιάζω, θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο, προκαλώ υποτίμηση, προβάλλω, αναδεικνύω, ανεβάζω την αξία, τονίζω, μηδενικός, ανατιμημένος, με αφροαμερικανικά στερεότυπα, κυριότητα, που έχει μεγάλη περιουσία, άχρηστος, βάζω ψηλά, έχω ψηλά, με αξία..., τιμαλφή, φέρνω κτ στο προσκήνιο, αναδεικνύω, τονίζω, τονίζω, αρμοστικότητα, τονίζω, ονομαστική αξία, άνευ αξίας, ονομαστική αξία, έκτοπη τιμή, έκτροπη τιμή, πραγματική εμπορική αξία, ωριμάζω, εκτιμάω, εκτιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης valeur
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous sommes en train d'estimer la valeur de cet article. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αξιολογούμε την αξία αυτού του αντικειμένου. |
αξίαnom féminin (χρηματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De nombreux objets de valeur ont été détruits dans l'incendie. |
αξίαnom féminin (χρηματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je l'échangerai pour un objet de valeur équivalente. Το ανταλλάσσω για κάτι ίσης αξίας. |
τιμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Malheureusement, cette base de données ne contient aucune valeur pour l'identité de cet employé. |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous sommes tous à la recherche de concepts pourvus de valeur. |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'expert estima sa valeur à quatre mille euros. Η εκτίμηση του εκτιμητή για την αξία του είναι τέσσερις χιλιάδες ευρώ. |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La valeur de cette maison a été réduite à cause du bruit des travaux. Η αξία αυτού του σπιτιού έχει μειωθεί λόγω του θορύβου από την οικοδομή. |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont mis en valeur sa nouvelle idée. // Ses idées n'ont aucune valeur. |
δεδομένοnom féminin (μαθηματικά: τιμή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les valeurs et les inconnues dont vous aurez besoin pour résoudre le problème se trouvent ci-dessous. Τα δεδομένα και οι άγνωστοι που χρειάζεστε για να λύσετε το πρόβλημα δίνονται παρακάτω. |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cet article sur les droits de la femme a beaucoup de mérite, mais tu dois changer quelques passages. Το άρθρο για τα δικαιώματα των γυναικών έχει πολλά πλεονεκτήματα αλλά πρέπει να αλλάξεις μερικά πράγματα. |
αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ονομαστική αξίαnom féminin (Finance) (χρήματα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En quelles coupures voulez-vous votre liquide ? |
μηδαμινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je soupçonne mon patron de toujours me considérer un peu insignifiant. Υποψιάζομαι ότι το αφεντικό μου πάντα με θεωρούσε κάπως ασήμαντο. |
σκουπίδι(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avant de déménager, tu devrais trier tes affaires et jeter les choses inutiles. |
χαμηλός(prix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το πόσο χαμηλές είναι η τιμές εξαρτάται από το ότι η ζήτηση είναι χαμηλή. |
περιουσία
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ils n'avaient pas beaucoup d'argent mais leurs enfants étaient leurs richesses. |
πολύτιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce vase est d'une très grande valeur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην αφήνετε εκτεθειμένα αντικείμενα μεγάλης αξίας. |
πολύτιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Χάρολντ είχε όλα τα πολύτιμα υπάρχοντά του στο χρηματοκιβώτιο. |
φτηνόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est beau mais ce n'est que de la bijouterie fantaisie sans valeur. Είναι όμορφο αλλά δεν είναι παρά ένα φτηνιάρικο φο μπιζού. |
που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est important de vous assurer que vos produits sont estimés à bon escient sur le marché. |
μη εισπράξιμοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν υπόκειται σε απόσβεσηlocution adjectivale (επίσημο: οικονομικά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προεπιλογή(Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aimerais-tu que ces paramètres fassent office de valeur par défaut à la création d'un nouveau document ? Θέλεις αυτές οι ρυθμίσεις να αποτελούν προεπιλογή για όλα τα νέα έγγραφα; |
θρεπτική αξία
Un déjeuner ne consistant que de crackers a peu de valeur nutritive. |
ρακοσυλλέκτης σε παραλία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έλλειψη αξίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικερδής μετοχήnom féminin (Bourse) |
υποκειμενική κρίσηnom masculin Elle fait toujours des jugements de valeur à propos de choses dont elle ne sait rien. |
απόλυτο μέγεθοςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La valeur absolue de -4 est 4. |
λογιστική αξίαnom féminin Acheter cette voiture à un prix moindre que sa valeur comptable était une bonne affaire. |
θερμιδική αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείωση αξίας, πτώσηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρή αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρή αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ονομαστική αξία μετοχήςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχουσα αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναισθηματική αξίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όχι, το σακάκι μου δεν αξίζει πολλά αλλά έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Κράτησα όλα τα γράμματά του για τη συναισθηματική τους αξία. |
φόρος προστιθέμενης αξίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ονομαστική αξίαnom féminin Les banques n'encaissent les billets qu'à leur valeur nominale. Οι τράπεζες θα εξαργυρώνουν χαρτονομίσματα μόνο με την ονομαστική τους αξία. |
αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La valeur marchande est de 100 $, mais comme tu fais partie de la famille je te la vendrai pour 50 $. |
προστιθέμενη αξίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόστος αγοράςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αξία επωνυμίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λογιστική αξίαnom féminin |
λογιστική αξίαnom féminin |
προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμήnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διατροφική αξίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπολειματική αξίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματοςnom féminin (Statistiques) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκτίμηση ακινήτωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξία ακινήτουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξία λιανικήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La valeur sentimentale de sa voiture est beaucoup plus élevée que sa valeur marchande. |
υπολειμματική αξίαnom féminin |
αλυσίδα αξίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξία μεταπώλησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνουnom féminin (Mathématiques) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μετοχή ονομαστικής αξίαςnom féminin (Finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξία εξαγοράς(Finance) (για ασφαλιστικό συμβόλαιο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέση τιμήnom féminin |
αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη τουnom féminin (assurance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκθέτω, παρουσιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce t-shirt moulant met vraiment ses muscles en valeur. |
θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά συχνά θεωρούν τους γονείς τους δεδομένους. |
προκαλώ υποτίμηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβάλλω, αναδεικνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand vous écrivez votre CV, mettez toujours en avant vos points forts et minimisez vos points faibles. |
ανεβάζω την αξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un beau jardin donnera (or: rajoutera) de la valeur à ta maison. |
τονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quelques gouttes de citron frais font ressortir la saveur du saumon grillé. Μια δόση φρέσκου χυμού λεμονιού θα τονίσει τη γεύση του ψητού σολομού. |
μηδενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Χωρίς τις σωστές διασυνδέσεις η αξία της εκπαίδευσής σου είναι μηδενική. |
ανατιμημένοςlocution adjectivale (οικονομικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tous les biens à valeur accrue sont à entrer dans la colonne numéro 3. Τα όποια ανατιμημένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να καταγραφούν στη στήλη 3. |
με αφροαμερικανικά στερεότυπαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυριότηταnom féminin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John et Sarah ont remboursé leur prêt immobilier et sont donc titulaires de l'intégralité de la valeur résiduelle de leur maison. Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της κυριότητας του σπιτιού τους. |
που έχει μεγάλη περιουσία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άχρηστος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βάζω ψηλά, έχω ψηλά(καθομ, μεταφορικά) Maggie attachait beaucoup de valeur à son amitié avec Lydia. Η Μάγκυ εκτιμούσε τη φιλία της με τη Λυδία. |
με αξία...locution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμαλφήnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ο Όστιν έκρυψε τα τιμαλφή του επειδή δεν εμπιστευόταν την οικιακή βοηθό. |
φέρνω κτ στο προσκήνιοverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La récente vague de crimes a mis en avant les effets qu'avaient les coupes budgétaires sur les forces de police. Το τελευταίο κύμα εγκληματικότητας έφερε στο προσκήνιο τις συνέπειες των μειώσεων της χρηματοδότησης στο αστυνομικό σώμα. |
αναδεικνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette chanson met vraiment en valeur son registre de voix. Αυτό το τραγούδι αναδεικνύει πραγματικά το εύρος της φωνής της. |
τονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle mettait toujours beaucoup de mascara pour mettre ses yeux bleus en valeur. Πάντα χρησιμοποιεί πολύ eyeliner για να τονίσει τα μπλε μάτια της. |
τονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a acheté une chemise cintrée qui met en valeur ses muscles fraîchement dessinés. Αγόρασε ένα στενό πουκάμισο που τόνιζε τους νεαποκτηθέντες μύες του. |
αρμοστικότηταnom féminin (Biologie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La survie d'une espèce au fil des âges est un bon indicateur de sa valeur adaptative à son environnement. Η επιβίωση ενός είδους ανά τον χρόνο είναι καλός δείκτης για την αρμοστικότητά του στο περιβάλλον. |
τονίζω(les courbes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette robe va parfaitement souligner vos formes. Αυτό το φόρεμα θα αναδείξει τέλεια τις καμπύλες σου. |
ονομαστική αξίαnom féminin (Finance) |
άνευ αξίαςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ονομαστική αξίαnom féminin Les actions de l'entreprise ont presque atteint la valeur nominale. |
έκτοπη τιμή, έκτροπη τιμήnom féminin (Statistiques) (στατιστική) |
πραγματική εμπορική αξίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ωριμάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτιμάω, εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prof montre qu'elle apprécie ses élèves à leur juste valeur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valeur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του valeur
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.