Τι σημαίνει το vide στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vide στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vide στο Γαλλικά.
Η λέξη vide στο Γαλλικά σημαίνει άδειος, κενός, κενός, άδειος, άδειος, κενός, άδειος, κενός, άδειος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, καθαρισμένος, κενό, κενό, κενό, άδειος, κενός, κενό, αποστραγγισμένος, κενό, κενό, κενός, χωρίς νόημα, άδειος, κενός, άδειος, κενό, το να είμαι κενός, το να είμαι κούφιος, ανόητος, χαζός, βλακώδης, εξαντλημένος, άδειος, άδειος, τίποτα, ελεύθερος, κενός, κενό, ακατοίκητος, κενό, κούφιος, κενός, άδειος, κενός, μισοπεθαμένος, που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος, ψόφιος, διάκενο, εκκαθάριση, άτονος, θολός, αδειάζω, εκκενώνω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, στραγγίζω, ρουφάω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, στραγγίζω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, αποδεκατίζω, αδειάζω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, στραγγίζω, κτ που εξαντλεί κτ, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, κενός, κούφιος, που δεν έχει, κενό, χωρίς, άδειος, παραθυράκι, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, αγωγός ρίψης σκουπιδιών, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, κενό, πορτοφολάς, συσκευασμένος σε κενό αέρος, ανέκφραστα, εργαλείο αφαίρεσης κουκουτσιών, στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ., κενό κέλυφος, κενός χώρος, άδειος χώρος, κενό βλέμμα, στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ., άδεια φωλιά, άδεια μπαταρία, κενό, σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς, λυχνία κενού, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω άσκοπα, είμαι στο ρελαντί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vide
άδειοςadjectif (κυρ: χωρίς περιεχόμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai bu tout mon café et maintenant, ma tasse est vide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δυστυχώς δεν υπάρχουν κενές θέσεις αυτή τη στιγμή στην εταιρεία μας. |
κενόςadjectif (dans questionnaire : espace) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Veuillez remplir les champs vides du formulaire d'inscription. Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης. |
κενός, άδειοςadjectif (regard) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les étudiants écoutaient la conférence le visage vide de toute expression. Οι μαθητές παρακολουθούσαν τη διάλεξη με κενή έκφραση στα πρόσωπά τους. |
άδειοςadjectif (sans personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le conducteur reconduisit le bus vide au dépôt. Ο οδηγός πήγε το κενό λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο. |
κενόςadjectif (Mathématiques) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un ensemble vide est un ensemble qui ne contient aucun élément. Το κενό σύνολο δεν έχει στοιχεία. |
άδειοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai regardé par la fenêtre, espérant voir Leah, mais la pièce était vide. Κοίταξα μέσα στο δωμάτιο περιμένοντας να δω τη Λία, αλλά ήταν άδειο. |
κενός, άδειοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Plusieurs élèves avaient le regard vide de toute expression alors qu'ils tentaient de résoudre les problèmes de maths. |
κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Περπατάμε μίλια· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. |
καθαρισμένος(από τα εντόσθια) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Enlevez la queue et les nageoires du poisson vidé. Αφαίρεσε την ουρά και τα πτερύγια από το καθαρισμένο ψάρι. |
κενόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nature a horreur du vide. Η φύση απεχθάνεται το κενό. |
κενόnom masculin (émotionnel) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il eut un sentiment de vide après avoir quitté la maison. |
κενόnom masculin (αίσθημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άδειος, κενόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nina a jeté un coup d'œil dans le bureau vide, se demandant où était passé son patron. |
κενόnom masculin (manque de contenu) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vide de la plupart des programmes télé est une bonne raison pour ne pas les regarder. |
αποστραγγισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κενόnom masculin (des mots,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vide de tout ce qu'il a dit ne m'a pas frappé que plus tard. |
κενόnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Depuis qu'il est mort, il y a un vide dans ma vie. |
κενός(regard) (μεταφορκά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'enseignant voyait à l'expression vide de l'élève qu'elle n'était pas concentrée. |
χωρίς νόημαadjectif (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avoir gagné au loto, Jim trouvait sa vie étrangement vide. Αφού κέρδισε το λαχείο, η ζωή του Τζιμ έγινε απροσδόκητα άδεια. |
άδειοςadjectif (contenant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le tonnelet est vide ; on va devoir trouver un autre endroit où ils ont encore de la bière. |
κενός, άδειοςadjectif (figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim avait le regard vide. |
κενόnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mort de sa femme a laissé un vide dans la vie de George. |
το να είμαι κενός, το να είμαι κούφιος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανόητος, χαζός, βλακώδηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξαντλημένοςadjectif (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
άδειοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άδειοςadjectif (batterie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La batterie est vide, la voiture ne démarrera pas. Η μπαταρία είναι άδεια και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. |
τίποταnom masculin Crois-tu que l'univers soit né à partir de rien ? Πιστεύεις ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το τίποτα (or: μηδέν); |
ελεύθερος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On voyait à travers le trou qu'il y avait dans la haie. Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη. |
ακατοίκητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κενό(temps) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait un intervalle de quatre-vingt-dix minutes entre le moment où nous avons quitté le bar et celui où nous sommes arrivés à la maison. Υπάρχει ένα κενό ενενήντα λεπτών ανάμεσα στην ώρα που έφυγαν απ' το μπαρ και στην ώρα που γύρισαν σπίτι. |
κούφιος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les fourmis avaient fondé une colonie dans la bûche creuse. Τα μυρμήγκια είχαν φτιάξει μια αποικία μέσα στο κούφιο κούτσουρο. |
άδειος, κενόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισοπεθαμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Bien qu'épuisé par tant d'effort, David continuait son ascension : il devait à tout prix atteindre le sommet. |
που έχει κουραστεί(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξουθενωμένοςadjectif (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψόφιοςadjectif (familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διάκενο(volume manquant) (χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκκαθάριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άτονος, θολός(regard) (έκφραση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδειάζωverbe transitif (enlever le contenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sois gentil de vider ce carton, j'en ai besoin pour mes livres. Άδειασε αυτό το κουτί, σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι για τα βιβλία μου. |
εκκενώνωverbe transitif (Physiologie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les laxatifs l'aidèrent à vider ses intestins. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les déménageurs ont vidé (or: ont déchargé) le camion. Οι εργάτες ξεφόρτωσαν τα πράγματα από το φορτηγάκι. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils évacuèrent l'immeuble. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica a vidé le contenu de son sac à main sur la table de la cuisine. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στραγγίζωverbe transitif (tuyau...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρουφάωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a vidé la glace du bac à l'aide d'une grosse cuillère. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons vidé toute la bouteille de vin rouge. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fermier a vidé la mare. Ο αγρότης άδειασε το νερόλακκο. |
μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anita a vidé tous les placards en préparation du déménagement. Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση. |
στραγγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy a vidé son compte en banque. Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet a vidé sa poubelle et est rentrée. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William a vidé sa corbeille à papier. |
αδειάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy vida son verre. |
αποδεκατίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ville avait fait passer à la trappe le service qui applique les normes de construction, ce qui donna lieu à un incendie. |
αδειάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les oiseaux ont vidé l'arbre de ses fruits. Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα. |
κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ(une personne) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses plaintes incessantes m'épuisent (or: m'usent). Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν. |
στραγγίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτ που εξαντλεί κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce projet coûte trop cher : cela vide nos ressources. Το έργο παραείναι ακριβό, έχει εξαντλήσει τα κεφάλαιά μας. |
ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι(familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis complètement crevé avec toutes ces courses ! Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα. |
κενός, κούφιος(sans intérêt) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pour lui, les talk-shows sont des distractions futiles. Θεωρούσε ότι τα τοκ σόου ήταν ευτελής διασκέδαση. |
που δεν έχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle était dénuée de tout sens de l'humour. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα λόγια της ήταν κενά συναισθήματος. |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο δορυφόρος συνέχισε το ταξίδι του στο κενό. |
χωρίς(sans) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Son visage était vide de toute expression. Το πρόσωπό της δεν είχε έκφραση. |
άδειοςnom féminin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Les bouteilles pleines sont à gauche et les bouteilles vides à droite. Τα γεμάτα είναι αριστερά και τα κενά δεξιά. |
παραθυράκι(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Αυτά τα παραθυράκια στο φορολογικό σύστημα επιτρέπουν στις εταιρείες να λειτουργούν χωρίς να πληρώνουν φόρους. |
ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριούnom masculin invariable (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils ont vendu beaucoup de leurs vieilles affaires dans un vide-greniers. |
αγωγός ρίψης σκουπιδιώνnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je vis dans un immeuble à étage : il est interdit d'utiliser le vide-ordures après 8 heures du soir. |
πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτεςnom masculin invariable (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κενό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L’enseignante a posé une question à l’adolescent, mais elle n’a eu que de la bêtise en retour. |
πορτοφολάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συσκευασμένος σε κενό αέροςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανέκφρασταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La vieille femme ne parle plus. Elle regarde simplement devant elle avec le regard vide. |
εργαλείο αφαίρεσης κουκουτσιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κενό κέλυφοςnom féminin Durant l'été, les cigales muent et laissent leur coquille vide derrière elles. |
κενός χώρος, άδειος χώροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κενό βλέμμαnom masculin Quand quelqu'un a le regard vide, cela signifie généralement qu'il ne comprend pas ce qui se passe. |
στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.nom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άδεια φωλιάnom masculin (foyer après que les enfants sont partis) (μεταφορικά) |
άδεια μπαταρίαnom féminin (καθομιλουμένη) Je n'ai pas pu t'appeler hier soir parce que ma batterie était à plat et que je n'avais pas mon chargeur. |
κενόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάςnom masculin (αφού φύγουν τα παιδιά από το πατρικό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λυχνία κενούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μιλάω ακατάπαυστα
|
μιλάω άσκοπα
|
είμαι στο ρελαντίlocution verbale (moteur) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vide στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vide
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.