Τι σημαίνει το libérer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης libérer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του libérer στο Γαλλικά.

Η λέξη libérer στο Γαλλικά σημαίνει απελευθερώνω, ελευθερώνω, απαλάσσω, αποφυλακίζω, αποφυλακίζω, απαλάσσω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αφήνω, καταργώ, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, λύνω, απελευθερώνω, λύνω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, απελευθερώνω, βοηθώ κπ να αποδράσει, ανοίγω, απελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αποφυλακίζω, απαλάσσω, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, ανοίγω δρόμο, αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, απαλλάσσω, αποδεσμεύω, ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, ξετινάζω, αποτινάζω τον ζυγό, απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνη, σέρνομαι μακριά, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, ξεφορτώνομαι, το σκάω, αποφυλακίζω κπ υπό όρους, απαλλάσσω, πληρώνω λύτρα, γλιτώνω από κτ, τσεκ άουτ, checkout, το σκάω από κπ/κτ, τσεκ άουτ, checkout, για αποχώρηση, αφήνω το δωμάτιο, απαλάσσω, απελευθερώνομαι από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης libérer

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La révolution sexuelle libéra les femmes dans les années 60.

απαλάσσω

verbe transitif (d'une dette) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dernier paiement va vous libérer de cette dette.

αποφυλακίζω

verbe transitif (un prisonnier,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prisonnier a été libéré au bout de quatre ans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους.

αποφυλακίζω

(un prisonnier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les autorités ont relâché le prisonnier.

απαλάσσω

verbe transitif (d'une obligation) (κπ από υποχρέωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son patron l'a libéré (or: dégagé) de son obligation d'assurer l'entretien des ordinateurs.

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous souvenez-vous en quelle année Nelson Mandela a été libéré ?

ελευθερώνω, αποδεσμεύω

(chose préalablement réservée)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société de location a dit que toutes ses voitures étaient réservées, mais qu'ils pourraient peut-être libérer une berline dans l'après-midi.
Η εταιρία ενοικίασης είπε ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήταν κρατημένα, αλλά ίσως να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν ένα σεντάν το απόγευμα.

απελευθερώνω, αποδεσμεύω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεσμεύω, ελευθερώνω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aux États-Unis, les esclaves ont été affranchis en 1865.
Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865.

ελευθερώνω

verbe transitif (από δεσμά, χειροπέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταργώ

(τον έλεγχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεσμεύω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enlèvez le frein de stationnement avant d'essayer d'accélérer.

λύνω

verbe transitif (τις αλυσίδες αλυσίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(une corde)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen n'arrivait pas à enlever le chewing-gum de ses cheveux.

απελευθερώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont accepté de relâcher tous les otages.
Συμφώνησαν ν' απελευθερώσουν όλους τους ομήρους.

βοηθώ κπ να αποδράσει

(de prison,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un des membres du gang était en prison et les autres l'en ont fait sortir.
Ένα από τα μέλη της συμμορίας ήταν στη φυλακή οπότε οι υπόλοιποι τον βοήθησαν να αποδράσει.

ανοίγω, απελευθερώνω

verbe transitif (du temps) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate a dégagé du temps dans son agenda pour rendre visite à sa mère à l'hôpital.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des militants pour la protection des animaux ont libéré les animaux de la ferme.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a finalement libéré le prisonnier politique de son incarcération.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La révolution américaine libéra le peuple de la tyrannie.

αποφυλακίζω

(de prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La commission des libérations conditionnelles a laissé le prévenu sortir de prison.

απαλάσσω

(d'une responsabilité) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce contrat nous dégage (or: nous libère) de toute responsabilité en cas de dommages corporels.

φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le camion a finalement libéré le passage et j'ai pu tourner à droite.

ανοίγω δρόμο

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους

(Droit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαλλάσσω, αποδεσμεύω

locution verbale (από υπόσχεση, υποχρέωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je pensais bien avoir attaché la chaîne du chien mais il a dû s'en libérer.

ξετινάζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτινάζω τον ζυγό

locution verbale (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σέρνομαι μακριά

verbe pronominal

Il se dégagea des bras de sa nourrice pour s'élancer vers sa mère.

απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrive pas à me libérer de cette dépression. // Elle a réussi à se libérer de ses doutes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε μπορώ να ξεφορτωθώ την κατάθλιψη που νιώθω. Κατάφερε να ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες της.

το σκάω

verbe pronominal (figuré)

αποφυλακίζω κπ υπό όρους

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La commission va libérer Jim sur parole la semaine prochaine.
Το συμβούλιο θα αποφυλακίσει τον Τζιμ υπό όρους την επόμενη εβδομάδα.

απαλλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πληρώνω λύτρα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλιτώνω από κτ

(d'une obligation)

Il faut que je me libère de la réunion de cet après-midi car j'ai rendez-vous chez le médecin.

τσεκ άουτ, checkout

(σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Vérifiez bien votre facture au moment de libérer votre (or: la) chambre.
Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση.

το σκάω από κπ/κτ

Il a réussi à se dégager de sa responsabilité à la dernière minute.

τσεκ άουτ, checkout

locution verbale (σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il faut libérer sa chambre à 11 h.
Το τσεκ άουτ είναι στις 11 πμ.

για αποχώρηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous avez jusqu'à midi pour libérer la chambre.

αφήνω το δωμάτιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans cet hôtel, il faut libérer sa chambre avant 11 h sous peine de payer une nuit de plus.
Σε αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να αναχωρήσετε στις 11:00 π.μ., διαφορετικά θα πληρώσετε για μια ακόμη μέρα.

απαλάσσω

(κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L’électroménager nous a libérés d'un grand nombre des corvées chronophages que subissaient nos grands-parents.
Οι οικιακές συσκευές μας απάλλαξαν από πολλές χρονοβόρες δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να κάνουν οι παππούδες μας.

απελευθερώνομαι από κτ

verbe pronominal

La petite fille s'est libérée des bras de sa mère en se tortillant et est allée jouer avec ses amis.

απαλλάσσω κπ από κτ

Son problème d'audition l'a libéré (or: exempté) du service militaire.

απαλλάσσω κπ από κτ

Les achats en ligne vont vous libérer du besoin d'aller dans les magasins.

ελευθερώνω κπ/κτ από κτ

Il n'arrivait pas à libérer (or: dégager) sa canne à pêche des mauvaises herbes.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του libérer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του libérer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.