Τι σημαίνει το voler στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voler στο Γαλλικά.

Η λέξη voler στο Γαλλικά σημαίνει πετάω, κλέβω, κλέβω, πετάω, πετώ, κλέβω, πετάω, κλέβω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, παρασύρομαι, πλέω, διαπράττω μικροκλοπές, κλέβω, σουφρώνω, κλέβω, αδικώ, αρπάζω, κλέβω, σουφρώνω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, λεηλατώ, βουτάω, σουφρώνω, πετάω, πετώ, πετώ, πετάω, σκάω, επισκιάζω, κατεστραμμένος, κατάλληλος για πτήση, φτερωμένος, πτερωμένος, που δεν μπορεί να πετάξει, χαμηλή πτήση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κλέβω την παράσταση, πετάω χαρταετό, θρυμματίζομαι, κομματιάζομαι, κλέβω από κατάστημα, κλέβω από μαγαζί, πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος, κλέβω φρούτα, κάνω κτ μόνος μου, κλέβω από, φεύγω από το πατρικό μου, τη φέρνω σε κπ και του παίρνω κτ, κλέβω την παράσταση από κπ, θρυμματίζομαι, πιλοτάρω μόνος, κτ κλάπηκε από κπ/κτ, μαζεύομαι, θρυμματίζω, ληστεύω, κλέβω κτ από κπ, κλέβω ζώα, πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατο, πετάω με υδροπλάνο, κλέβω, καταρρακώνω, κλέβω, δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ, σουφρώνω κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voler

πετάω

verbe intransitif (oiseau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On peut voir les oiseaux voler tous les jours.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont volé ma voiture !
Οι κλέφτες έκλεψαν το αυτοκίνητό μου!

κλέβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a été pris en train de voler dans le magasin.
Τον έπιασαν να κλέβει από το μαγαζί.

πετάω, πετώ

(pilote)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pilote volait souvent.
Ο πιλότος πετούσε συχνά.

κλέβω

verbe transitif (Base-ball) (μπέιζμπολ: μια βάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coureur vola le deuxième but avant que le receveur ne puisse réagir.

πετάω

verbe intransitif (oiseau, avion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voler peut faire peur, c'est pourquoi certains oiseaux doivent pousser leurs petits hors du nid pour leur apprendre comment faire.
Το πέταγμα μπορεί να είναι τρομακτικό και γι' αυτό πολλά πουλιά πρέπει να σπρώξουν τα μικρά τους έξω από τη φωλιά για να τους διδάξουν πώς γίνεται.

κλέβω, ληστεύω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barry promit de ne plus jamais voler, mais il vola un bonbon quand même.

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de se faire attraper, il volait son employeur dès qu'il le pouvait.
Πριν τον πιάσουν, έκλεβε από τον εργοδότη του με κάθε ευκαιρία.

παρασύρομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les feuilles volaient au vent.
Τα φύλλα παρασύρθηκαν με τον άνεμο.

πλέω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les feuilles d'automne volaient doucement sur le sol.
Τα φύλλα του φθινοπώρου έπεφταν γλυκά προς το έδαφος.

διαπράττω μικροκλοπές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουφρώνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On m'a volé mon cahier de chimie !
Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας.

κλέβω

verbe transitif (du bétail) (ζώο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδικώ

verbe transitif (figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arbitre a tort ! On s'est fait voler !

αρπάζω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont volé les diamants du présentoir à bijoux.

σουφρώνω

verbe transitif (dérober) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ληστεύω

verbe transitif (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif (du bétail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(μικρά ποσά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω

verbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vingt livres pour ça ? Ce commerçant t'as volé (or: roulé) !

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les garçons ont réussi à se tirer avec une pomme dans chaque main avant que le fermier ne les chasse.

κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά

James maintenait sa vitesse à 100 kilomètres à l'heure.
Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα.

λεηλατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée a pillé la ville (or: a mis la ville à sac).
Ο στρατός λεηλάτησε την πόλη.

βουτάω, σουφρώνω

(familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim a piqué de l'argent à sa mère.

πετάω, πετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il pilotait un 747.
Ο πιλότος πετούσε ένα 747.

πετώ, πετάω

verbe transitif (un cerf-volant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'y a pas assez de vent aujourd'hui pour faire voler un cerf-volant.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bombe à eau a éclaté sur la jambe du prof.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

επισκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεστραμμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La carrière de l'homme politique a été détruite après l'affaire de corruption.

κατάλληλος για πτήση

adjectif (αεροσκάφος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φτερωμένος, πτερωμένος

(oiseau)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που δεν μπορεί να πετάξει

locution adjectivale (oiseau)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλή πτήση

verbe intransitif

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

κλέβω την παράσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω χαρταετό

θρυμματίζομαι, κομματιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'assiette a touché le sol et a volé en éclats.
Το πιάτο έπεσε στο πάτωμα και θρυμματίστηκε.

κλέβω από κατάστημα, κλέβω από μαγαζί

locution verbale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος

verbe intransitif

κλέβω φρούτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ μόνος μου

locution verbale (figuré)

κλέβω από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le petit garçon a volé des bonbons au magasin du coin.
Το μικρό αγόρι έκλεψε καραμέλες από το γωνιακό μαγαζί.

φεύγω από το πατρικό μου

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τη φέρνω σε κπ και του παίρνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sophia a été escroquée de deux mille dollars dans un transfert d'argent frauduleux.

κλέβω την παράσταση από κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θρυμματίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vieille clôture s'est brisée en éclats dès que Harry l'a percutée.
Ο παλιός στύλος του φράκτη θρυμματίστηκε μόλις τον χτύπησε ο Χάρυ.

πιλοτάρω μόνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ κλάπηκε από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Selon la police, la boutique s'est fait voler (or: dérober) plus de 5000 $. // Les pickpockets ont volé (or: dérobé) leurs portefeuilles aux touristes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πορτοφολάδες έκλεψαν τα πορτοφόλια των τουριστών.

μαζεύομαι

(abeilles, guêpes,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι μύγες μαζεύτηκαν γύρω από το φαγητό.

θρυμματίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a frappé le pied de la chaise d'un coup sec et l'a fait voler en éclats.
Η Έμιλυ χτύπησε δυνατά το πόδι της καρέκλας και το θρυμμάτισε.

ληστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μαρκ φοβάται να βγει έξω από τότε που τον έκλεψαν (or: τον λήστεψαν) στον δρόμο.

κλέβω κτ από κπ

(figuré) (μεταφορικά)

Elle a dû commencer à travailler à 12 ans et on lui a ainsi volé sa jeunesse.
Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της.

κλέβω ζώα

locution verbale

πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les touristes viennent souvent sur cette colline pour voler en montgolfière.

πετάω με υδροπλάνο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je voulais sa montre, alors je la lui ai volée.
Ήθελα το ρολόι του και του το βούτηξα.

καταρρακώνω

(la confiance,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les propos virulents des critiques ont détruit la confiance de l'auteur et il n'a jamais plus écrit.

κλέβω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ

(dans un état)

σουφρώνω κτ από κπ/κτ

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του voler

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.