Τι σημαίνει το want στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης want στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του want στο Αγγλικά.
Η λέξη want στο Αγγλικά σημαίνει θέλω, θέλω, έλλειψη, πόθος, είμαι φτωχός, θέλω, πρέπει, θέλω, χρειάζομαι, θέλω, καταζητώ, χρειάζομαι, θέλω, επιθυμώ, ελλείψει, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, σε θέλω, όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνεις, που χρειάζεται απεγνωσμένα, ελλείψει, θέλω, αγγελία, θέλω να συμμετάσχω, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα, θέλω να φύγω, θέλω να βγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης want
θέλωtransitive verb (desire: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I really want a slice of cake, but I'm supposed to be on a diet. Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα. |
θέλωverbal expression (would like: to do [sth]) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I want to be a doctor when I grow up. Θέλω να γίνω γιατρός όταν μεγαλώσω. |
έλλειψηnoun (lack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeremy's mother reproved him for his want of manners. Η μητέρα του Τζέρεμυ τον επέπληξε για την έλλειψη τρόπων που επέδειξε. |
πόθοςnoun (sexual desire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He looked at her with want in his eyes. |
είμαι φτωχόςintransitive verb (archaic (be destitute, poverty-stricken) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θέλωtransitive verb (request the presence of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I want you here by nine o'clock tonight. Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε. |
πρέπειtransitive verb (informal (need) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) You'll want to arrive there before the film starts. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
θέλωtransitive verb (require, would like: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hello. I want film for my camera, please. |
χρειάζομαιtransitive verb (UK, informal (+ ing: need) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The kitchen window wants cleaning - it's filthy! |
θέλωtransitive verb (desire sexually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I want you so badly; when can we be alone? |
καταζητώtransitive verb (usually passive (police: be seeking) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda's friends were surprised when they found out she was wanted by the police. |
χρειάζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (need, be without) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My cute little sister never wants for attention. |
θέλω, επιθυμώphrasal verb, transitive, inseparable (have a desire to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you want to come, get in the car! Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο! |
ελλείψειexpression (lacking [sth]) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικίαnoun (right not to live in poverty) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Freedom from want seems unobtainable for many poor people in this world. |
σε θέλωinterjection (informal (I am sexually attracted to you) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I want you. Let's leave this party and go back to my place. |
όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνειςadverb (as you please) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can lend you some money if you want. |
που χρειάζεται απεγνωσμέναadjective (needing badly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The young man smelt terrible; he was in sore need of a bath. |
ελλείψειexpression (dated, formal (lacking, needing [sth]) (λόγιος: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
θέλωtransitive verb (informal (want to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγγελίαnoun (US, informal, abbreviation (classified advertisement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let's check the want ads and see if anyone's selling a bicycle cheap. |
θέλω να συμμετάσχωverbal expression (informal (desire to be included) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητάω κτ ως αντάλλαγμαverbal expression (seek exchange) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If I do this favor for you, I may want something in return. |
θέλω να φύγωintransitive verb (desire to leave) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After her boyfriend hit her, Ophelia decided she wanted out. |
θέλω να βγωintransitive verb (desire to go outside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Open the door; the cat wants out. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του want στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του want
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.