Τι σημαίνει το walk στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης walk στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του walk στο Αγγλικά.
Η λέξη walk στο Αγγλικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, βόλτα, βηματίζω, βγάζω βόλτα, βοηθώ, συνοδεύω, σέρνω, σύρω, ελεύθερο περπάτημα προς τη βάση, βγαίνω, πορεύομαι, κάνω βήματα, βαδίζω, σουλατσάρω, περπατώ, φεύγω, απομακρύνομαι, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, τη γλυτώνω με κτ, περνάω από κτ, περπατώ δίπλα σε κτ, κατεβαίνω, πιάνω κπ στα πράσα, μπαίνω, πέφτω πάνω, πέφτω πάνω σε, φεύγω, αποχωρώ, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, φεύγω με κτ, φεύγω, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, πλησιάζω, πάω κοντά, διασχίζω περπατώντας, κακομεταχειρίζομαι, πλησιάζω, στοά, παντρεύομαι, κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο, πάω περίπατο, κάνω φτερά, πεζοπορία στη φύση, μονοπάτι, κάνω γρήγορο βάδισμα, βάδην, καθυστερώ, διαστημικός περίπατος, κάνω βόλτα, πάω περίπατο, φύγε από εδώ, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, κάνω περίπατο, περπατώ κατά μήκος, περιφέρομαι, κάνω μια βόλτα, γυρίζω πίσω, μπαίνω, μπαίνω, εισβάλλω, τομέας ζωής, επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια, συνεχίζω να περπατάω, πετάω στα σύννεφα, περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα από, είμαι πολύ προσεκτικός, παίζω με τη φωτιά, φεύγω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, βγαίνω, βγαίνω με κπ, περνάω, περνώ, περνώ από κπ/κτ, περπατάω με το κεφάλι ψηλά, βγάζω τον σκύλο βόλτα, ακροβατώ, πηγαίνω με το γράμμα του νόμου, περπατάω στη σανίδα, παίρνω πόδι, κάνω πράξη τα λεγόμενά μου, καθοδηγώ κπ σε κτ, επίδειξη, καθοδηγούμενος, πλησιάζω, πάω κοντά, σίγουρη νίκη, κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβού, μεγάλη ντουλάπα, ώρες επίσκεψης χωρίς ραντεβού, βουβός, ηθοποιός που δεν έχει ατάκες, βουβός ρόλος, διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρ, κτίριο χωρίς ασανσέρ, σελφ σέρβις, περίπατος, αυτός που εγκαταλείπει, πακέτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης walk
περπατάω, περπατώintransitive verb (travel on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Would you like to ride or walk? Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς; |
βόλταnoun (activity, stroll) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They go for a walk each night after dinner. Πηγαίνουν περίπατο κάθε βράδυ μετά το φαγητό. |
βηματίζωtransitive verb (pace) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She walked the floor, worrying about what was going to happen. |
βγάζω βόλταtransitive verb (dog: take for a walk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jay needs to walk his dog. Ο Τζέι πρέπει να βγάλει βόλτα το σκύλο του. |
βοηθώtransitive verb (help [sb] to walk) (διευκολύνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Boy Scout walked the elderly man across the street. Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο. |
συνοδεύωtransitive verb (accompany on foot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm going to walk my mother to the shop. Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί. |
σέρνω, σύρωtransitive verb (move by rocking) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's walk the heavy bookshelf across the room instead of carrying it. |
ελεύθερο περπάτημα προς τη βάσηnoun (baseball: going to first base on balls) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνωintransitive verb (appear alive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ghosts walk by night. |
πορεύομαιintransitive verb (go, conduct yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The prophet taught us to walk in peace. |
κάνω βήματαintransitive verb (basketball: move illegally) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The basketball player was going to score, but he walked. |
βαδίζω, σουλατσάρω, περπατώphrasal verb, intransitive (stroll around, go around on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω, απομακρύνομαιphrasal verb, intransitive (go or leave on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Instead of arguing with me, he simply walked away. Αντί να καυγαδίσει μαζί μου απλά απομακρύνθηκε. |
εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάωphrasal verb, intransitive (figurative (abandon [sth] or [sb]) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you're being treated so terribly, then you need to walk away. Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις. |
τη γλυτώνω με κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (escape) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The car was totalled, but the driver walked away with minor injuries. |
περνάω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (go past on foot) I have walked by that shop a hundred times but I've never gone in. |
περπατώ δίπλα σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (stroll by the side of) (έμφαση στον τρόπο μετακίνησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατεβαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (go along on foot) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Walk down Elm Street then turn left at the corner. Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία. |
πιάνω κπ στα πράσαphrasal verb, transitive, inseparable (catch unawares) (μεταφορικά: κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The boss walked in on one of the workers sleeping at his desk. |
μπαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (enter: on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I walked right into his trap. |
πέφτω πάνωphrasal verb, transitive, inseparable (bump against: [sb] or [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A woman walked into me in the street and didn't even apologise. I wasn't looking where I was going, and walked right into the wall. Μια γυναίκα έπεσε πάνω μου στο δρόμο και δεν ζήτησε συγγνώμη. Δεν κοιτούσα που πήγαινα και έπεσα πάνω στον τοίχο. |
πέφτω πάνω σεphrasal verb, transitive, inseparable (encounter unexpectedly) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I just happened to walk into your brother at the store. He looks great! |
φεύγω, αποχωρώphrasal verb, intransitive (go away on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He became angry and walked off. Θύμωσε και έφυγε (or: αποχώρησε). |
κάνω περίπατο για να κάψω κτphrasal verb, transitive, separable (calories, fat: burn by walking) (μτφ: λίπος, θερμίδες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I've just had a heavy lunch so I suppose I'd better go and walk it off. Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω. |
φεύγω με κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (take, steal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After he broke into the house, the thief walked off with all my jewelry. |
φεύγωphrasal verb, intransitive (figurative (abandon [sth] or [sb]) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When Sally lost her job, her husband walked out. Όταν έχασε την δουλειά η Σάλυ, ο άντρας της την εγκατέλειψε. |
φεύγω από κτ, βγαίνω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (refuse to fulfil obligation) (μεταφορικά) The player denied that he had any intention of walking out on his contract. Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο. |
πλησιάζω, πάω κοντάphrasal verb, intransitive (approach on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jenna walked over to her and shook her hand in greeting. Η Τζένα την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι για να τη χαιρετήσει. |
διασχίζω περπατώνταςphrasal verb, transitive, inseparable (cross on foot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Just walk over the bridge to get to that part of town. I've had to walk all over York to find your house. Απλά διέσχισε περπατώντας τη γέφυρα για να πας στην άλλη πλευρά της πόλης. Έπρεπε να διασχίσω περπατώντας όλο το Γιορκ για να βρω το σπίτι σου. |
κακομεταχειρίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (treat disrespectfully) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry walked over at least three people to serve as chairman of the board. |
πλησιάζωphrasal verb, intransitive (approach on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A stranger walked up and asked me the way to the beach. Ένας άγνωστος με πλησίασε και με ρώτησε τον δρόμο για την παραλία. |
στοάnoun (outdoor passageway) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παντρεύομαιverbal expression (colloquial (get married) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατοverbal expression (take a stroll) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Imogen went for a walk to get some fresh air. Η Ίμοτζεν πήγε μια βόλτα για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα. |
πάω περίπατο, κάνω φτεράverbal expression (figurative, informal (go missing) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My wallet seems to have gone for a walk; have you seen it? Το πορτοφόλι μου φαίνεται πως εξαφανίστηκε · το είδατε; |
πεζοπορία στη φύσηnoun (stroll in the countryside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονοπάτιnoun (nature trail: countryside route) (στην άγρια φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω γρήγορο βάδισμαintransitive verb (exercise: walk fast) (για άσκηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάδηνnoun (sport) (μόνο ενικός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καθυστερώtransitive verb (figurative (delay [sth]'s progress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαστημικός περίπατοςnoun (walk outside a spacecraft) |
κάνω βόλτα, πάω περίπατοverbal expression (go for a stroll) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I asked my girlfriend if she would like to take a walk with me. |
φύγε από εδώinterjection (slang (go away) (μεταφορικά) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) He started getting on my nerves, so I told him to take a walk. |
ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινίverbal expression (figurative (be in a precarious position) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω περίπατο(stroll) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lucie walked along in silence, lost in thought. |
περπατώ κατά μήκος(stroll the length of [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We walked along the canal at sunset. |
περιφέρομαι(stroll about, go about on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I didn't have a place to go. I was just walking around. Δεν είχα που να πάω. Απλά τριγύριζα. |
κάνω μια βόλτα(stroll outside [sth]) (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You'll have to walk around the mountain to get to the other side. |
γυρίζω πίσωintransitive verb (return on foot) When he realized he had forgotten to buy eggs, Ray walked back to the store. |
μπαίνω(enter on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Whenever someone walks in the store, a bell sounds. Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι. |
μπαίνω, εισβάλλω(enter without invitation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It is better to knock first than simply walk in. Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά. |
τομέας ζωήςnoun (place in society) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτειαverbal expression (in yesterday's clothing) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I saw Rachel doing the walk of shame across campus this morning. |
συνεχίζω να περπατάω(go by without stopping) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She tried to greet him in the street, but he walked on without saying hello. Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια. |
πετάω στα σύννεφαverbal expression (figurative (be extremely happy) (μεταφορικά) |
περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα απόverbal expression (go past without stopping) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι πολύ προσεκτικόςverbal expression (figurative (act very cautiously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω με τη φωτιάverbal expression (figurative (take a risk) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You're walking on thin ice if you keep insulting Katie. |
φεύγω(exit on foot) (περπατώντας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Matthew walked out without replying. |
εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώverbal expression (figurative (abandon, leave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her boyfriend walked out on her when he discovered she was pregnant by another man. Julie walked out on her husband when things got tough. Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα. |
βγαίνωverbal expression (exit on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She walked out of the apartment, keys in hand. Instead of yelling, she decided to walk out of the office in silence. Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά. |
βγαίνω με κπverbal expression (UK, dated (date) (μεταφορικά) The actress was reported to be walking out with a millionaire businessman. |
περνάω, περνώ(go by on foot) (με τα πόδια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Every day, I sit at my window, watching the children walk past on their way to school. |
περνώ από κπ/κτ(go by on foot) (με τα πόδια) |
περπατάω με το κεφάλι ψηλάintransitive verb (figurative (be proud or unapologetic) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω τον σκύλο βόλταverbal expression (walk with pet dog for exercise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I walk the dog every day. Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα. |
ακροβατώverbal expression (figurative (be in a precarious position) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω με το γράμμα του νόμουverbal expression (behave in a moral or socially acceptable manner) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω στη σανίδαverbal expression (historical (be forced overboard a ship) (πλοίο: κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω πόδιverbal expression (figurative, informal (be forced to leave) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πράξη τα λεγόμενά μουverbal expression (figurative, informal (do as one preaches or boasts of doing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθοδηγώ κπ σε κτ(figurative (guide [sb]) This video will walk you through the process of creating an animated gif. |
επίδειξηnoun (figurative (practice, going through [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The librarian gave the new students a walk-through of the procedure for borrowing books. |
καθοδηγούμενοςadjective (figurative (practice, guided) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλησιάζω, πάω κοντάverbal expression (approach on foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He walked up to me and told me how much he enjoyed my presentation. |
σίγουρη νίκηnoun (US, figurative (assured victory) That candidate is sure to win the election; it's a walk-in. |
κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβούnoun (medical facility where no appointment is needed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλη ντουλάπαnoun (room used for storing clothes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The walk-in closet has plenty of room for clothes and shoes. |
ώρες επίσκεψης χωρίς ραντεβούplural noun (times when no appointment is needed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βουβόςadjective (actor, role: with no spoken lines) (θέατρο, κινηματογράφος: ρόλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Even though he had no dialogue, his walk-on performance was memorable. Μολονότι ο ρόλος του δεν είχε λόγια, η βουβή ερμηνεία του ήταν αξιομνημόνευτη. |
ηθοποιός που δεν έχει ατάκεςnoun (performer: no spoken lines) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βουβός ρόλοςnoun (acting role with no spoken lines) (θέατρο, κινηματογράφος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) She asked for a walk-on part so that she wouldn't have to memorize lines. Ζήτησε ρόλο που να μην έχει λόγια, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να τα αποστηθίσει. |
διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρnoun (US (apartment: no elevator) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτίριο χωρίς ασανσέρnoun (US (building: no elevator) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σελφ σέρβιςadjective (restaurant: counter service) (εστιατόριο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περίπατοςnoun (US (easy victory) (μτφ: εύκολη νίκη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτός που εγκαταλείπειnoun (person: deserts, abandons) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πακέτοadjective (take-away) (φαγητό) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του walk στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του walk
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.