Τι σημαίνει το warming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης warming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του warming στο Αγγλικά.

Η λέξη warming στο Αγγλικά σημαίνει που ζεσταίνει, που θερμαίνει, ζεστός, ζεστός, ζεστός, θερμός, ζεσταίνω, ζεσταίνω, θερμός, ζεστός, αναμμένος, ξαναμμένος, πλησιάζω, ζεστός, θερμός, πρόσφατος, φρέσκος, θερμός, ζέστη, ζεσταίνομαι, γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα, υπερθέρμανση του πλανήτη, συγκινητικός, συγκινητικός, γιορτή για καλορίζικα σπιτιού, πάρτι για το νέο σπίτι, προθέρμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης warming

που ζεσταίνει, που θερμαίνει

adjective (that makes you feel warmer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tania made herself a warming cup of hot chocolate.

ζεστός

adjective (not quite hot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The baby likes his milk warm.
Το μωρό θέλει το γάλα του ζεστό.

ζεστός

adjective (good at retaining warmth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a warm blanket, not like that thin one.
Αυτή είναι ζεστή κουβέρτα, όχι σαν εκείνη τη λεπτή.

ζεστός, θερμός

adjective (affectionate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like her warm manner. She really treats us well.
Μου αρέσει η ζεστή (or: θερμή) της συμπεριφορά. Μας φέρεται πολύ καλά.

ζεσταίνω

transitive verb (heat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should warm the baby's milk before feeding it to him.
Πρέπει να ζεσταίνεις το γάλα του μωρού πριν το ταΐσεις.

ζεσταίνω

transitive verb (make warm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll warm some leftovers for lunch.
Θα ζεστάνω λίγο φαγητό που είχε μείνει για μεσημεριανό.

θερμός, ζεστός

adjective (enthusiastic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The host gave the guests a warm welcome.

αναμμένος, ξαναμμένος

adjective (excited) (καθομιλουμένη, άκομψο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His sensual caresses made her feel warm all over.
Τα αισθησιακά χάδια του την έκαναν να νιώσει ξαναμμένη.

πλησιάζω

adjective (close to the target or secret) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It isn't Paul, but you're getting warm. His name does begin with a P.
Δεν είναι ο Πωλ, αλλά είσαι σε καλό δρόμο. Το όνομά του όντως αρχίζει με Π.

ζεστός, θερμός

adjective (of colours: red, orange, yellow)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like orange. Such a warm colour compared to blue.

πρόσφατος, φρέσκος

adjective (scent: recently left)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dog smelled a warm scent and followed it.

θερμός

adjective (erotic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She had a warm caress and made him feel sexy.

ζέστη

noun (surrounding warmth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You must be cold! Come into the warm.

ζεσταίνομαι

intransitive verb (become warm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The weary traveler came in to warm by the fire.

γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα

transitive verb (figurative (fill with affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her sunny smile warms me each morning.

υπερθέρμανση του πλανήτη

noun (greenhouse effect)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Global warming is changing the weather in many parts of the world.
Λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη ο καιρός μεταβάλλεται σε πολλές περιοχές του κόσμου.

συγκινητικός

adjective (touching, gratifying)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκινητικός

adjective (figurative (emotionally moving or cheering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's the most heartwarming thing I have ever heard!

γιορτή για καλορίζικα σπιτιού

noun (party to celebrate new home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Hudsons held a lavish housewarming when they moved into their new house.

πάρτι για το νέο σπίτι

noun (party to celebrate new home)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προθέρμανση

noun (workout: preliminary exercises)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του warming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του warming

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.