Τι σημαίνει το global στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης global στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του global στο Αγγλικά.
Η λέξη global στο Αγγλικά σημαίνει παγκόσμιος, καθολικός, παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο, παγκόσμια ευαισθητοποίηση, παγκόσμιο branding, παγκόσμια επικοινωνία, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, καθολικές λειτουργίες, παγκόσμια αγορά, παγκόσμιος παράγοντας, παγκόσμιο εμπόριο, παγκόσμιο χωριό, παγκόσμιο όραμα, υπερθέρμανση του πλανήτη, σε παγκόσμια κλίμακα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης global
παγκόσμιοςadjective (worldwide) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe. Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μια παγκόσμια καταστροφή. |
καθολικόςadjective (affecting all) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Finding intelligent life on another planet would be of global significance. |
παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριοnoun (worldwide attention) |
παγκόσμια ευαισθητοποίησηnoun (worldwide notice) |
παγκόσμιο brandingnoun (universal marketing strategy) |
παγκόσμια επικοινωνίαnoun (worldwide interactive technology) |
παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξηnoun (worldwide financial development) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθολικές λειτουργίεςplural noun (computing: top-level coding) (προγραμματισμός) |
παγκόσμια αγοράnoun (worldwide trade) The report examines the global market for dairy products. |
παγκόσμιος παράγονταςnoun (company: international) The company is a global player in the publishing industry. |
παγκόσμιο εμπόριοnoun (worldwide commerce) |
παγκόσμιο χωριό(whole world) |
παγκόσμιο όραμαnoun (international strategy) |
υπερθέρμανση του πλανήτηnoun (greenhouse effect) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Global warming is changing the weather in many parts of the world. Λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη ο καιρός μεταβάλλεται σε πολλές περιοχές του κόσμου. |
σε παγκόσμια κλίμακαadverb (worldwide) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The climate is changing not only in my local area, but on a global scale. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του global στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του global
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.