Τι σημαίνει το wedding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wedding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wedding στο Αγγλικά.

Η λέξη wedding στο Αγγλικά σημαίνει γάμος, γαμήλιος, παντρεύομαι, παντρεύομαι, παντρεύω, παντρεύω κτ με κτ, παντρεμένος, θρησκευτικός γάμος, πολιτικός γάμος, χρυσή επέτειος, νυφικό, γάμος λόγω εγκυμοσύνης, αργυρή επέτειος γάμου, εργαλείο, γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου, επέτειος γάμου, αναγγελία γάμου, βέρα, γαμήλιες καμπάνες, γαμήλιες καμπάνες, γαμήλιο τραπέζι, γαμήλια τούρτα, γαμήλια δεξίωση, μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου, γαμπριάτικα, ημέρα γάμου, νυφικό, δώρο προσκεκλημένων, δώρο γάμου, καλεσμένος, προσκλητήριο γάμου, γαμήλιο εμβατήριο, νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου, κουμπάρος, κουμπάρα, γαμήλια φωτογραφία, διοργανωτής γάμου, διοργανώτρια γάμου, γαμήλια δεξίωση, πρόβα γάμου, βέρα, κατάστημα ειδών γάμου, -, γαμήλιοι όρκοι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wedding

γάμος

noun (marriage ceremony)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They celebrated their wedding on March 27th.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η γαμήλια τελετή έγινε σε στενό κύκλο.

γαμήλιος

noun as adjective (of a wedding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The wedding pictures were beautiful.
Οι φωτογραφίες του γάμου ήταν όμορφες.

παντρεύομαι

intransitive verb (formal or dialect (get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two young people plan to wed on Saturday.

παντρεύομαι

transitive verb (formal or dialect (get married to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve wed his childhood sweetheart.

παντρεύω

transitive verb (formal or dialect (officiate at marriage of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The registrar wed the young couple.

παντρεύω κτ με κτ

transitive verb (figurative (unite, combine) (μεταφορικά)

παντρεμένος

adjective (formal or dialect (married)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Robert and Felicity have been wed for thirty years.

θρησκευτικός γάμος

noun (religious marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They had a civil ceremony in June but she still wants a real church wedding.

πολιτικός γάμος

noun (marriage: non-religious)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bride and groom decided on a civil wedding as they were not themselves religious people.

χρυσή επέτειος

noun (marriage: 50 years)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My parents will celebrate their golden wedding anniversary next year.

νυφικό

noun (wedding dress)

Jane's wedding gown was breathtaking.
Το νυφικό τη Τζέιν ήταν απίστευτο.

γάμος λόγω εγκυμοσύνης

noun (informal, figurative (marriage due to pregnancy) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yes, it was definitely a shotgun wedding: the bride gave birth at the reception!

αργυρή επέτειος γάμου

noun (marriage: 25 years)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They had a party to celebrate their silver wedding anniversary.

εργαλείο

noun (UK, slang (male genitals) (μεταφορικά, αργκό: ανδρικό μόριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Simon opened his fly and showed Marie his tackle.

γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου

noun (book of photos of a marriage day)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επέτειος γάμου

noun (marriage: annual celebration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
November 9th is our wedding anniversary.

αναγγελία γάμου

noun (notice of a forthcoming marriage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They only sent wedding announcements to their more distant relatives.

βέρα

noun (ring given on marriage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαμήλιες καμπάνες

plural noun (church bells at a wedding)

γαμήλιες καμπάνες

plural noun (figurative (possibility of marriage) (μεταφορικά)

γαμήλιο τραπέζι

noun (meal served at wedding reception)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the ceremony, the wedding breakfast was held at a five-star hotel.

γαμήλια τούρτα

noun (tiered cake served at a marriage party)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wedding cake had three tiers, a chocolate interior, and white glaze for frosting.

γαμήλια δεξίωση

noun (party following a marriage ceremony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Barry and Tracy had their wedding celebration in the local pub.

μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου

noun (marriage service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαμπριάτικα

plural noun (bride or bridegroom's outfit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Although a tuxedo and a dress are the typical wedding clothes, some people opt for more casual attire.

ημέρα γάμου

noun (day of a marriage ceremony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ever since she was a little girl, she had dreamed of and planned for her wedding day.

νυφικό

noun (gown worn by a bride)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I tried on several wedding dresses before I found the perfect one.

δώρο προσκεκλημένων

noun (gift for guests at a marriage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δώρο γάμου

noun (present for a couple getting married)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλεσμένος

noun ([sb] invited to a marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bride did not recognize the wedding guest in the brown tuxedo.

προσκλητήριο γάμου

noun (request to attend a marriage ceremony)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαμήλιο εμβατήριο

(music)

νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου

noun (newlywed couple's first night together)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουμπάρος, κουμπάρα

noun ([sb] who is part of marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γαμήλια φωτογραφία

noun (abbr (photograph of a marriage day)

διοργανωτής γάμου, διοργανώτρια γάμου

noun ([sb] hired to organize a marriage day)

γαμήλια δεξίωση

noun (party after a marriage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wedding reception will follow the church ceremony. The family hired a band to play at the couple's wedding reception.
Η γαμήλια δεξίωση θα ακολουθήσει το μυστήριο. Η οικογένεια προσέλαβε ένα συγκρότημα να παίξει στη γαμήλια δεξίωση του ζευγαριού.

πρόβα γάμου

noun (practice marriage ceremony)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βέρα

noun (gold band worn by [sb] married)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My wedding ring doesn't fit me any more. Since he doesn't wear a wedding ring, I assume he's single.
Η βέρα μου δε μου κάνει πια. Αφού δε φοράει βέρα, υποθέτω ότι είναι ελεύθερος.

κατάστημα ειδών γάμου

noun (store selling bridal wear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

noun (US (party where bride-to-be is given gifts) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιείται ο όρος bridal shower.

γαμήλιοι όρκοι

plural noun (promises made by bride and groom)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wedding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wedding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.