Τι σημαίνει το piece στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης piece στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piece στο Αγγλικά.

Η λέξη piece στο Αγγλικά σημαίνει κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι, τεμάχιο, -, κομμάτι, κομμάτι, πιόνι, νόμισμα, κέρμα, σιδερικό, άρθρο, κείμενο, έργο, λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω, παιχνιδάκι, συμμετοχή, ανάμιξη, περίπτωση, κτ που ξεχωρίζει, ολόσωμη φόρμα, πιόνι, άξιος λόγου, πούλι, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, ακέραιος, άθικτος, ανέπαφος, παιχνιδάκι, Lego, μουσειακό κομμάτι, μουσική σύνθεση, παλιάνθρωπος, ολόσωμος, ολόσωμος, αντικείμενο εποχής, σταδιακά, σταδιακά, εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, αποκορύφωμα, συμβουλή, έργο τέχνης, κομμάτι κέικ, παιχνιδάκι, αποδεικτικό στοιχείο, έπιπλο, πληροφορία, κόσμημα, σκουπίδι, κομμάτι γης, ένα κομμάτι κρέας, νέο, φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί, κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί, ιδιοκτησία, μαλάκας, μαλακισμένη, μπαχαντέλα, μάπα, μούφα, σκουπίδι, έργο, αμοιβή με το κομμάτι, συναρμολογώ, ταξινομώ, συναρμολογώ, εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν, σκηνή ή απόσπασμα, κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια, θεατρικό κομμάτι, σετ τριών κομματιών, σετ τριών τεμαχίων, σετ τριών μερών, συγκρότημα με τρία μέλη, τριών κομματιών, τριών τεμαχίων, τριών μερών, 3 κομματιών, 3 τεμαχίων, 3 μερών, τριμελής, κοστούμι, σετ σαλονιού με καναπέ και δύο πολυθρόνες, σπαστή σφυρίχτρα που αποτελείται από 3 τμήματα, με δύο κομμάτια, ντε πιες, μπικίνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης piece

κομμάτι

noun (separate morsel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mother cut her kid's food into smaller pieces.
Η μητέρα έκοψε το φαγητό του παιδιού της σε μικρότερα κομμάτια.

κομμάτι

noun (determined portion of a whole)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please give me a piece of the apple pie.

κομμάτι

noun (bit or part of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I picked up the pieces of the broken plate.
Μάζεψα τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου.

κομμάτι, τεμάχιο

noun (item in a set) (μέρος ενός συνόλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My new dinner set has thirty-four pieces.
Το καινούργιο μου σερβίτσιο αποτελείται από τριάντα τέσσερα κομμάτια (or: τεμάχια).

-

noun (specimen, example) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This piece of art really shows Warhol's style.
Αυτό το έργο τέχνης αντικατοπτρίζει την τεχνική του Γουόρχωλ.

κομμάτι

noun (musical composition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That piece by Bach was very nice.
Το κομμάτι του Μπαχ ήταν πολύ ωραίο.

κομμάτι

noun (part of a jigsaw puzzle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This jigsaw puzzle's got 1000 pieces!
Αυτό το παζλ έχει 1000 κομμάτια!

πιόνι

noun (board game counter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After rolling the dice, she moved her piece forward five spaces.
Αφού έριξε τα ζάρια προχώρησε το πιόνι της κατά πέντε κουτάκια.

νόμισμα, κέρμα

noun (historical (coin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He paid twenty gold pieces for the land.

σιδερικό

noun (slang (firearm, gun) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The guys did what the gangster said after he showed his piece.

άρθρο, κείμενο

noun (written article)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wrote a piece on the dangers of radon.

έργο

noun (a play)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ayckbourn's latest play is an entertaining piece.

λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω

noun (UK, regional (a distance, a way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The farm is down the road a piece.

παιχνιδάκι

noun (figurative, informal ([sth] easy to do) (μτφ: πολύ εύκολο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The new software installation was a piece of cake, no problems!

συμμετοχή, ανάμιξη

noun (informal (involvement, participation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If I'm to help you, I want a piece of the action.

περίπτωση

noun (US, figurative, informal (unusual character, individual) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτ που ξεχωρίζει

noun (furniture: contrasts with decor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane bought the table as an accent piece for the living room.
Η Τζέιν αγόρασε το τραπέζι για να κάνει αντίθεση στο σαλόνι της.

ολόσωμη φόρμα

noun (UK (bodysuit, catsuit)

Gloria was wearing an all-in-one.

πιόνι

noun (chess: playing piece) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rooks, pawns and bishops are all examples of chess pieces.

άξιος λόγου

noun (object: striking, arouses comment)

I don't like David's new tattoo, but it's certainly a conversation piece!

πούλι

noun (counter or token used in a game) (μικρός δίσκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We couldn't play chess because he lost a game piece.

τα λέω ένα χεράκι σε κπ

verbal expression (scold harshly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακέραιος, άθικτος, ανέπαφος

expression (intact, unharmed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The driver was lucky to survive the crash in one piece.

παιχνιδάκι

interjection (informal (it's very easy) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I don't think that arithmetic problem is difficult. It's a piece of cake!
Δε νομίζω πως αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά είναι δύσκολο. Είναι παιχνιδάκι!

Lego

noun (® (piece in a Lego set) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μουσειακό κομμάτι

noun (antique, ancient artefact)

That old musket won't fire; it's just a museum piece.

μουσική σύνθεση

noun (musical work, piece of music)

παλιάνθρωπος

noun (UK, informal, figurative (malicious person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That woman is a nasty piece of work.

ολόσωμος

noun (one-piece garment)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόσωμος

noun as adjective (clothing: in one continuous piece)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντικείμενο εποχής

noun (antique, artefact)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The exhibition showcases a stunning collection of period pieces created during the Ming Dynasty.

σταδιακά

adverb (gradually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She recovered her memory accident piece by piece.
Σταδιακά τα σύννεφα έφυγαν κι έλαμψε ένας λαμπρός ήλιος.

σταδιακά

adverb (one fragment at a time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She very carefully picked up the shards of glass piece by piece.

εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος

noun (highlight or finest part)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The main course was delicious but the piece de resistance was the dessert.

αποκορύφωμα

noun (figurative (most important element)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμβουλή

noun (recommendation or warning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I´ll give you just one piece of advice, young man: stay away from that girl.

έργο τέχνης

noun (artwork)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Several pieces of art were stolen from the museum.

κομμάτι κέικ

noun (slice or chunk of cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Would you like a piece of cake?
Θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ;

παιχνιδάκι

noun (figurative ([sth] easy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spelling test was a piece of cake; I got all the answers right!
Το τεστ ορθογραφίας ήταν παιχνιδάκι· όλες μου οι απαντήσεις ήταν σωστές!

αποδεικτικό στοιχείο

noun ([sth] serving as testimony or proof)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The police were unable to unearth the piece of evidence they needed to convict him.

έπιπλο

noun (chair, table, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All the pieces of furniture in the house are made of pine.

πληροφορία

noun (bit of information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόσμημα

noun (trinket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This piece of jewellery is made of silver.

σκουπίδι

noun (informal (article: unwanted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That's not an antique: it's a piece of junk!

κομμάτι γης

noun (tract or parcel of land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They're planning to build a supermarket on that piece of land.

ένα κομμάτι κρέας

noun (figurative (person seen as sex object) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νέο

noun (recent information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Candice has a piece of news for us; she's getting married!

φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί

noun (paper: sheet) (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'm writing a poem with a black pen on this red piece of paper.

κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί

noun (paper: scrap) (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιοκτησία

noun ([sth] owned by [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The management are not responsible for pieces of property stolen from customers' cars.

μαλάκας, μαλακισμένη

noun (vulgar, offensive, slang (despicable person) (χυδαίο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Why do I have to accept that piece of s*** in my group?

μπαχαντέλα, μάπα, μούφα

noun (vulgar, offensive, slang ([sth] worthless, badly made) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If that car only cost you a couple hundred dollars, it's probably a piece of s***!

σκουπίδι

noun (US, figurative, pejorative, slang (worthless person) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That guy's a piece of trash; don't have anything to do with him.

έργο

noun (literal ([sth] made or done)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμοιβή με το κομμάτι

(output based pay)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συναρμολογώ, ταξινομώ

(figurative (make coherent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was hard to piece together what he meant.

συναρμολογώ

(assemble, collate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I pieced together a bookshelf from boards and cement blocks.
Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους.

εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν

noun (work paid by the unit)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκηνή ή απόσπασμα

noun (film, book: scene or extract) (για βιβλία, ταινίες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the end of the film, there is a set piece involving a gun battle.

κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια

noun ([sth] carried out according to plan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The soccer players were trying out set pieces during their training session.

θεατρικό κομμάτι

noun (stage play)

The author wrote several theatrical pieces in the 1960s.

σετ τριών κομματιών, σετ τριών τεμαχίων, σετ τριών μερών

noun (item of clothing with 3 parts) (ρούχο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκρότημα με τρία μέλη

noun (informal (music group with 3 members)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τριών κομματιών, τριών τεμαχίων, τριών μερών

noun as adjective (clothing: with 3 pieces)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

3 κομματιών, 3 τεμαχίων, 3 μερών

noun as adjective (furniture suite: with 3 items) (έπιπλο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τριμελής

noun as adjective (music group: with 3 members)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοστούμι

noun (men's formal outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother looks surprisingly good in a three-piece-suit.

σετ σαλονιού με καναπέ και δύο πολυθρόνες

noun (two armchairs and sofa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Glenn has just bought a new three-piece suite.

σπαστή σφυρίχτρα που αποτελείται από 3 τμήματα

noun (musical instrument)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My grandfather taught me how to play the three-piece whistle.

με δύο κομμάτια

adjective (garment: with two pieces)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντε πιες

noun (garment with two pieces)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπικίνι

noun (bikini, tankini)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She wore a two-piece swimsuit to the beach party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piece στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του piece

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.