Τι σημαίνει το weed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης weed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του weed στο Αγγλικά.

Η λέξη weed στο Αγγλικά σημαίνει αγριόχορτο, ζιζάνιο, χόρτο, καπνός, ξεχορταριάζω, φύκι, απομακρύνω, κατουράω, κατουρώ, ούρα, μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος, απομακρύνω, καταπολεμώ, άνηθος, έρωτας, διαβολόχορτο, αστράγαλος ο τραγάκανθος, ζιζανιοκτόνο, χορτοκοπτικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης weed

αγριόχορτο, ζιζάνιο

noun (often plural (unwanted plant) (χόρτο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This garden's full of weeds.
Αυτός ο κήπος είναι γεμάτος αγριόχορτα (or: ζιζάνια).

χόρτο

noun (uncountable, slang (drug: marijuana) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you want to buy some weed? He sat in his rocking chair smoking his weed.
Θες να αγοράσεις χόρτο; Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα του καπνίζοντας χόρτο.

καπνός

noun (informal (tobacco)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don is addicted to the weed; he smokes 40 a day.

ξεχορταριάζω

transitive verb (pull weeds)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you help me weed the garden?
Μπορείς να με βοηθήσεις να ξεχορταριάσω τον κήπο;

φύκι

noun (seaweed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He put some weeds in his aquarium, to great effect.

απομακρύνω

transitive verb (eliminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to weed out all the poor performers in the company.
Πρέπει να απομακρύνουμε από την εταιρεία όσους δεν έχουν καλή απόδοση.

κατουράω, κατουρώ

intransitive verb (UK, informal (urinate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Harry went outside to wee on the compost.
Ο Χάρι βγήκε να κατουρήσει στο κομπόστ.

ούρα

noun (UK, informal (urine)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The doctor took a sample of wee for testing.
Ο γιατρός πήρε ένα δείγμα ούρων για εξέταση.

μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος

adjective (very small)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The wee child had to sit on a pile of cushions to reach the table.
Το μικρούτσικο παιδάκι έπρεπε να καθίσει πάνω σε μια στοίβα από μαξιλάρια για να μπορέσει να φτάσει το τραπέζι.

απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (remove [sb] unwanted)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Why don't you weed out the poor performers by raising performance standards?
Γιατί δεν απομακρύνεις όσους έχουν κακές επιδόσεις ανεβάζοντας τα απαιτούμενα επίπεδα απόδοσης;

καταπολεμώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (eradicate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're not going to weed out all the bad influences by stopping the free flow of information.
Δεν θα ξεριζώσουμε όλες τις κακές επιρροές με το να σταματήσουμε την ελεύθερη ροή των πληροφοριών.

άνηθος

noun (plant: aromatic herb)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dill weed is often used in eastern European cookery.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα μου δώσεις ένα ματσάκι άνηθο;

έρωτας

noun (flowering plant: busy lizzie) (μτφ: είδος φυτού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαβολόχορτο

noun (US (loco weed: plant with toxic and hallucinogenic effects.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has written in detail about his experimentation with jimson weed in northern Mexico.

αστράγαλος ο τραγάκανθος

noun (plant: jimson) (φυτό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζιζανιοκτόνο

noun (herbicide: plant-destroying chemical)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vinegar can be used as a weed killer but may also kill other plants.

χορτοκοπτικό

noun (tool: grass strimmer) (εργαλείο)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του weed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του weed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.