Τι σημαίνει το jam στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jam στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jam στο Αγγλικά.
Η λέξη jam στο Αγγλικά σημαίνει μαρμελάδα, μποτιλιάρισμα, τζαμάρισμα, κολλάω, φρακάρω, σφηνώνω, κολλάω, μπλοκάρω, χώνω κτ σε κτ, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, μπλοκάρω, μπλοκάρω, λαοθάλασσα, δύσκολη κατάσταση, κολλάει το χαρτί, τζαμάρω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, χώνω, στριμώχνω, μπλοκάρω, φρακάρω, φρακάρω, μπλοκάρω, μαρμελάδα βερίκοκο, μαρμελάδα, σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση, σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φίσκα, τίγκα, αντιπερικόχλιο, κυκλοφοριακή κίνηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jam
μαρμελάδαnoun (mainly UK (food: fruit conserve) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sheila used the leftover plums to make jam. Η Σέιλα χρησιμοποίησε τα περισσευούμενα δαμάσκηνα για να φτιάξει μαρμελάδα. |
μποτιλιάρισμαnoun (vehicle congestion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jeff was late to work after being stuck in a jam for three hours. Ο Τζεφ άργησε να πάει στη δουλειά επειδή είχε κολλήσει στην κίνηση για τρεις ώρες. |
τζαμάρισμαnoun (informal (improvised music session) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The band got together for a jam on Saturday. Το συγκρότημα συναντήθηκε για ένα τζαμάρισμα το Σάββατο. |
κολλάω, φρακάρω, σφηνώνωintransitive verb (door: become stuck) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The door jammed, and Ben couldn't get out. Η πόρτα φράκαρε και ο Μπεν δεν μπορούσε να βγει έξω. |
κολλάω, μπλοκάρωintransitive verb (machine: become stuck) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The printer jammed again, so no one could print anything for over an hour. Ο εκτυπωτής μπλόκαρε ξανά και έτσι δεν μπόρεσε κανείς να εκτυπώσει τίποτα για πάνω από μια ώρα. |
χώνω κτ σε κτtransitive verb (push hard, wedge) Paul tried to jam a dollar into the vending machine, but it didn't work. Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε. |
παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτverbal expression (informal (overfill) Tom jammed his backpack full of useless things. Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα. |
μπλοκάρωtransitive verb (informal (phone line, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The news caused panic and jammed the phone lines. Οι ειδήσεις προκάλεσαν πανικό και μπλόκαραν τις τηλεφωνικές γραμμές. |
μπλοκάρωtransitive verb (broadcast: block) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The military tried to jam the protesters' communications. Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών. |
λαοθάλασσαnoun (crowd of people) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ben didn't like going out into the jam of holiday shoppers. |
δύσκολη κατάστασηnoun (informal (difficult situation) Bobby had gotten himself into quite a jam. |
κολλάει το χαρτίnoun (paper stuck in machine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The printer was out of commission all day because of a major paper jam. Ο εκτυπωτής ήταν εκτός λειτουργίας όλη μέρα επειδή κόλλησε άσχημα το χαρτί. |
τζαμάρωintransitive verb (informal (play improvised music) (ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The band jammed at the local bar all night. |
κοπανάω, χτυπάω, βαράωphrasal verb, transitive, separable (slam on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy jammed on the buttons, trying to get something to work. |
χώνω, στριμώχνωphrasal verb, transitive, separable (cram [sth] into [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπλοκάρω, φρακάρωphrasal verb, transitive, separable (informal (block, overload) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) For some reason, this type of paper always jams the photocopier up. |
φρακάρω, μπλοκάρωphrasal verb, intransitive (informal (become stuck or blocked) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The printer has jammed up again. |
μαρμελάδα βερίκοκοnoun (sweet fruit preserve) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I like to have apricot jam on my toast every morning. |
μαρμελάδαnoun (sweet preserve) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The trifle contained sherry-soaked sponge cake, fruit jam, custard, and fresh cream. |
σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέσηadverb (informal (in, into a difficult situation) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sophia got in a jam when she locked herself out of her hotel room. |
σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέσηadjective (informal (in a difficult situation) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Emma was in a jam when her truck broke down miles away from the nearest garage. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (improvised music) I missed the jazz concert, but the jam session was fun. |
φίσκα, τίγκαadjective (informal (completely full) (καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) At five o'clock, the subway was jam-packed with commuters on their way home. |
αντιπερικόχλιοnoun (supplementary nut) (επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυκλοφοριακή κίνηση(queue of traffic) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jam στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του jam
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.