Τι σημαίνει το whisper στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης whisper στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του whisper στο Αγγλικά.

Η λέξη whisper στο Αγγλικά σημαίνει ψιθυρίζω, ψιθυρίζω κτ σε κπ, ψιθυρίζω, ψιθυρίζω, ψιθυρίζω κτ σε κπ, ψιθυρίζω σε κπ, ψίθυρος, φήμη, σφυρίζω, εμπιστευτικά, ψιθυριστά, γίνομαι ψίθυρος, ηχηρός ψίθυρος ηθοποιού, ηχηρός ψίθυρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης whisper

ψιθυρίζω

intransitive verb (talk softly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The professor was whispering and no one could hear what he was saying.
Ο καθηγητής μιλούσε σιγά και κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγε.

ψιθυρίζω κτ σε κπ

(talk softly to [sb])

The student leaned across the desk to whisper to her friend.
Η μαθήτρια έγειρε στο θρανίο της για να ψιθυρίσει κάτι στη φίλη της.

ψιθυρίζω

transitive verb (with clause: say softly) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve whispered that he was sorry.
Ο Στιβ μουρμούρησε ότι λυπάται.

ψιθυρίζω

transitive verb (say softly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet whispered her condolences to the widow.
Η Τζάνετ ψιθύρισε τα συλληπητήριά της στη χήρα.

ψιθυρίζω κτ σε κπ

(say softly to [sb])

The little boy whispered his secret to his mother.
Το αγοράκι ψιθύρισε το μυστικό του στη μητέρα του.

ψιθυρίζω σε κπ

(with clause: say softly to [sb]) (ότι/πως)

Ellen whispered to Lucy that she was leaving.
Η Έλεν είπε σιγανά στη Λούσι ότι θα έφευγε.

ψίθυρος

noun (soft talk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The students were meant to be working in silence, but their teacher could hear whispers.
Οι μαθητές έπρεπε να δουλεύουν σιωπηλοί, όμως ο δάσκαλός τους άκουγε ψιθύρους.

φήμη

noun (figurative, often plural (rumour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a whisper going around the office that the boss is leaving at the end of the year. I've heard whispers that the company is going to be taken over.
Κυκλοφορεί μια φήμη στο γραφείο ότι το αφεντικό θα φύγει στο τέλος του χρόνου.

σφυρίζω

intransitive verb (make rustling sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wind whispered among the leaves.

εμπιστευτικά

adverb (confidentially, privately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I told her the news in a whisper but she still went and told all her friends.

ψιθυριστά

adverb (speaking very softly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In a whisper, the frightened child said she was sorry.

γίνομαι ψίθυρος

verbal expression (voice: become quiet)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
John's voice sank to a whisper as he told the scary story.

ηχηρός ψίθυρος ηθοποιού

noun (actor's loud whisper) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor delivered the line in a stage whisper.

ηχηρός ψίθυρος

noun (figurative (loud whisper) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The laryngitis left me unable to speak any louder than a stage whisper.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του whisper στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του whisper

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.