Τι σημαίνει το in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του in στο Αγγλικά.

Η λέξη in στο Αγγλικά σημαίνει μέσα σε, σε, σε, μέσα, -, σε, εδώ και, σε, σε, σε, στη μόδα, της μόδας, μέσα, μέσα, στο σπίτι, -, πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα, ευνοούμενος, εποχής, μέσα, στο γραφείο, ίντσα, αν-, α-, εισ-, δια-, μέσα, με, σε, σε, σε, σε, σε, Ιντιάνα, προσθέτω, καλώ κπ να περάσει μέσα, εισβάλλω, εισβάλλω σε κτ, χώνομαι σε κπ, πετάγομαι, πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ, σπάω κτ για να μπω, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω, κάνω κπ να προσαρμοστεί, πιστεύω σε κτ/κπ, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, πιστεύω σε κτ, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, σταγόνα στον ωκεανό, ασήμαντος, αδιάφορος, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., σε εκκρεμότητα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ, απορροφημένος, απορροφημένος, άσσος στο μανίκι, άσσος στο μανίκι, συναινώ σε κτ, ενεργώ από κοινού, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, συμφωνία στην θεωρία, βοηθάω, βοηθώ, πτώμα, λιώμα, καθημερινότητα, γενικά, συνολικά, όλα στην ώρα τους, όσο χρόνο χρειαστεί, εντελώς μέσα, όλα σε ένα, ολόσωμη φόρμα, εδράζομαι σε κτ, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, δημοσιεύω, εκδίδω, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, ντύνω, ντυμένος με κτ, απασχολούμενος καλλιτέχνης, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ, πρωτοπόρος, πρωτοπόρος, στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, αυτή τη στιγμή, ντύνω, πληρεξούσιος δικηγόρος, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, τον παλιό καιρό, πίσω στη δουλειά, αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο, ασκός, ενσωματώνω, ενσωματώνω κτ σε κτ, αναπόφευκτος, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, εκτυλίσσομαι, βυθίζω, λούζω, απολαμβάνω, μούσκεμα από τα δάκρυα, πνιγμένος, είμαι μουτρωμένος, έχω μουτρώσει, μιλάω με κπ, συνδέομαι με κπ/κτ, έρχομαι σε επαφή με κτ, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, κρατάω επαφή, μιλάω, επικοινωνώ με κπ, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ, είμαι διχασμένος, είμαι διχασμένος, καταρρακώνομαι, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, έχω στο νου μου, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, η ομορφιά είναι υποκειμενική, εκ μέρους, πιστεύω σε κτ, είμαι διπλωμένος στα δύο, είμαι διπλωμένος στα δύο, προτίμηση σε κτ/κτ, οπισθογράφηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης in

μέσα σε

preposition (inside)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I left your book in the car.
Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.

σε

preposition (US (into)

He came in the room after you left.
Μπήκε στο δωμάτιο αφού έφυγες.

σε

preposition (in a geographical location)

I live in a small town in France, but my family lives in London. I'll take you to my favourite shop in the city centre.

μέσα

adverb (into a position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
First put the batteries in and then turn it on.
Πρώτα βάλε μέσα τις μπαταρίες και μετά θέσε το σε λειτουργία.

-

preposition (time: within) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'll be leaving in March.
Θα φύγω τον Μάρτιο.

σε

preposition (time: after)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Call me again in two days.
Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες.

εδώ και

preposition (time: within a period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't seen you in years! How have you been? // This window's a bit stiff; it hasn't been opened in at least a month.

σε

preposition (category) (κατηγορία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She works in marketing.
Απασχολείται στο μάρκετινγκ.

σε

preposition (indicating language)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She spoke to me in Spanish.
Μου μίλησε στα ισπανικά.

σε

preposition (condition) (κατάσταση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The plate was lying in pieces on the ground.
Το πιάτο ήταν σκορπισμένο σε κομμάτια στο πάτωμα.

στη μόδα, της μόδας

adverb (in style)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mini skirts are in this season.
Τα μίνι είναι ιν αυτή την εποχή.

μέσα

adverb (into a condition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can count me in.
Είμαι μέσα.

μέσα

adverb (into a place)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He opened the door and they all walked in.

στο σπίτι

adverb (at home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid George isn't in right now.
Φοβάμαι ότι ο Γιώργος δεν είναι σπίτι τώρα.

-

adverb (used in compounds (in power) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She was voted in by a large majority.
Την ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία.

πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα

adverb (baseball: closer to home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The infielders play in when there is a runner on third.

ευνοούμενος

adverb (in favour with [sb]) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
He's always in with the bosses.

εποχής

adverb (in season) (γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have to wait another month for raspberries to be in.
Πρέπει να περιμένεις έναν ακόμη μήνα, για να έρθει η εποχή των βατόμουρων.

μέσα

adverb (sports: within bounds)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The ball was in! She's won the match!

στο γραφείο

adverb (in office)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor was not in, so I left a message.

ίντσα

noun (written, invariable, abbreviation (inch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am 5 ft. 2 in. tall.
Έχω ύψος 5 πόδια και 2 ίντσες.

αν-, α-

prefix (not, non)

For example: insincere, imperfect, illegal, irregular

εισ-

prefix (into, towards)

For example: immigrate, infiltrate

δια-

prefix (causative function)

For example: inflame, imperil, irradiate, illuminate

μέσα

preposition (limit: within)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The answer is in the normal range.

με

preposition (with a specified manner)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He did it in anger.

σε

preposition (with regard to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
There was a decline in enrolment last quarter.

σε

preposition (indicating inclusion)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Did you read that in a book?

σε

preposition (musical key)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
If you can play it in F I can sing it.

σε

preposition (as a part of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
In planning your estate you should consider all possible heirs.

σε

preposition (out of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Two in five students admit to playing video games when they should be doing homework.

Ιντιάνα

noun (US state: Indiana)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

προσθέτω

phrasal verb, transitive, separable (include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hot chocolate tastes especially good if you add in a little salt.
Η ζεστή σοκολάτα αποκτά ιδιαίτερη νοστιμιά αν βάλεις και λίγο αλάτι.

καλώ κπ να περάσει μέσα

phrasal verb, transitive, inseparable (invite to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισβάλλω

phrasal verb, intransitive (informal (enter uninvited)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They won't be happy if we just barge in.

εισβάλλω σε κτ

(informal (interrupt [sth])

It was rude of you to barge in on their family reunion.

χώνομαι σε κπ

(informal (interrupt [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

She barged in on me while I was getting dressed!

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (interrupt a conversation) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That boy has a habit of barging in whenever I am talking to my gardener.

πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ

(informal, figurative (conversation: interrupt) (καθομιλουμένη)

What makes you think you can just barge in on someone else's conversation?

σπάω κτ για να μπω

phrasal verb, transitive, separable (informal (break by hitting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As I couldn't find the key to the shed, I had to bash the door in.
Αφού δεν έβρισκα το κλειδί της αποθήκης, αναγκάστηκα να σπάσω την πόρτα για να μπω.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (enjoy, take pleasure in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I bask in the warmth of my family's love.
Απολαμβάνω (or: Ευχαριστιέμαι) τη ζεστασιά από την αγάπη της οικογένειάς μου.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (enjoy exposure to: light, warmth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meerkats enjoy basking in the sun.

προσαρμόζομαι, συνηθίζω

phrasal verb, intransitive (become settled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
New players at the football club need time to bed in.

κάνω κπ να προσαρμοστεί

phrasal verb, transitive, separable (make settled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The coach took several months to bed the team's young defender in.

πιστεύω σε κτ/κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (think real)

Even though she's ten, she still believes in fairies.
Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (think capable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I believe in the new prime minister.

πιστεύω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (support)

As a vegan, Oliver believes in animal welfare.

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

expression (Don't risk what you have.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (US, informal, figurative (amount: trivial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The U.S. needs to redevelop passenger rail; Amtrak funding is just a drop in the bucket.
Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό.

ασήμαντος, αδιάφορος

noun (US, informal, figurative ([sth]: inconsequential)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal ([sth]: inconsequential) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου

noun (figurative (achievement) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

expression ([sb] who helps is real friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed."

σε εκκρεμότητα

adverb (in a suspended state)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The government will keep the new law in abeyance for two years.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adverb (law: without an owner)

The estate is in abeyance until the court case is settled.

είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ

(have a plentiful amount of [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The fields in this area abound in wildflowers.

απορροφημένος

(figurative (person: concentrating) (μτφ: από/σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was so absorbed in the novel that she didn't hear the telephone ring.
Ήταν τόσο απορροφημένη από το μυθιστόρημα, που δεν άκουσε το χτύπημα του τηλεφώνου.

απορροφημένος

(figurative (person: engrossed in) (μτφ: από/σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fiona was absorbed in painting a portrait.

άσσος στο μανίκι

noun (slang, figurative (asset, trump) (καθομιλουμένη)

Gloria's ace in the hole is her fantastic singing voice.

άσσος στο μανίκι

noun (figurative, slang (hidden advantage) (καθομιλουμένη)

The manager decided it was time to reveal his ace in the hole, and brought on striker Wayne Rooney.

συναινώ σε κτ

(formal (submit, consent to: an event) (επίσημο)

If you don't oppose what's happening, you acquiesce in it.

ενεργώ από κοινού

verbal expression (do [sth] together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The criminals were acting in concert to scam hundreds of people out of their life savings.

ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ

transitive verb (act to protect or help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An attorney will always act in the best interests of her client.
Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της.

συμφωνία στην θεωρία

noun (accept an idea in theory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοηθάω, βοηθώ

verbal expression (help) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rosa aided her brother in starting his business. Her parents' financial contribution aided Joy in buying the house.
Η Ρόζα βοήθησε τον αδερφό της να στήσει την επιχείρησή του.

πτώμα, λιώμα

adjective (slang (exhausted, very tired) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καθημερινότητα

expression (informal, figurative (routine activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no need to thank me - it's all in a day's work for me.

γενικά, συνολικά

adverb (on the whole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All in all, I think you did a fine job. The trip wasn't perfect, but all in all, I'm glad we went.
Γενικά, πιστεύω ότι έκανες καλή δουλειά. Το ταξίδι δεν ήταν τέλειο, αλλά γενικά χαίρομαι που πήγαμε.

όλα στην ώρα τους

expression (be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor assured the family that the patient would be out of hospital the next day, all in good time.

όσο χρόνο χρειαστεί

noun (figurative (as much time as needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντελώς μέσα

adverb (completely in)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
To get the card to work, you have to put it all the way in.

όλα σε ένα

adjective (combined, comprehensive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My printer is an all-in-one; it prints, scans, and photocopies.

ολόσωμη φόρμα

noun (UK (bodysuit, catsuit)

Gloria was wearing an all-in-one.

εδράζομαι σε κτ

verbal expression (figurative (have a strong link to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανίζομαι

(play a role, perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He has appeared in several television shows.
Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

εμφανίζομαι

(be published)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The picture appeared in many newspapers.
Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες.

δημοσιεύω, εκδίδω

verbal expression (be printed, be published)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My sister wrote a novel ten years ago, but I don't think it will ever actually appear in print.

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

adjective (with arms linked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lovers were arm in arm as they walked along the beach.
Οι εραστές κρατιόντουσαν χέρι-χέρι καθώς περπατούσαν στην παραλία.

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

adverb (with arms linked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They walked arm-in-arm down the street.
Περπάτησαν στον δρόμο χέρι-χέρι.

ντύνω

transitive verb (often passive (dress) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The geisha was arrayed in a deep purple kimono with intricate embroidery.

ντυμένος με κτ

(literary (dressed in, wearing)

απασχολούμενος καλλιτέχνης

adjective (artist temporarily at an institution)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This summer, the artist-in-residence is an installation artist who has exhibited all over the world.

βοηθάω, βοηθώ

(help with) (σε κάτι, με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Officer Blue assisted in the recent murder investigation.
Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου.

βοηθάω, βοηθώ

verbal expression (participate, help with) (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A passerby assisted in giving the woman medical attention.

βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (help to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Naomi's cousins assisted her in making preparations for the wedding.

πρωτοπόρος

adverb (in the vanguard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωτοπόρος

adverb (in the vanguard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yves Saint Laurent was at the forefront of haute couture for years.

στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή

adverb (figurative (at the forefront) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In terms of technological innovation, the company is definitely marching in the vanguard.

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

expression (now, at present)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am not studying English at this moment in time.

αυτή τη στιγμή

expression (currently, now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντύνω

(formal (dress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ladies-in-waiting attired the queen in a lavish silk ball gown.
Οι κυρίες των τιμών έντυσαν τη βασίλισσα με ένα πολυτελές μεταξωτό βραδινό φόρεμα.

πληρεξούσιος δικηγόρος

noun (US (lawyer acting on behalf of [sb])

έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση

adjective (informal (functioning or performing again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor said I will be back in action in a few days, as soon as the scarring heals.

έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου

adjective (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After being away so long, we are all happy to see her back in action.

τον παλιό καιρό

expression (introduces reminiscence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω στη δουλειά

adverb (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It felt good to be back in the saddle after three months of sick leave.

αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο

noun (change to unpleasant weather)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The meteorologists are predicting a bad turn in the weather this weekend.

ασκός

noun (container for liquids)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενσωματώνω

(computing: integrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενσωματώνω κτ σε κτ

(computing: integrate into)

αναπόφευκτος

adjective (US, figurative, informal (inevitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

verbal expression (having work base)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The consultant was based in Miami but worked all over the country.
Ο σύμβουλος είχε ως βάση (or: έδρα) το Μαϊάμι, αλλά εργαζόταν σε ολόκληρη τη χώρα.

εκτυλίσσομαι

verbal expression (film: take place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The movie is based in Seattle, but sometimes episodes take place in Portland.
Η ταινία εκτυλίσσεται στο Σιάτλ, αλλά μερικές φορές τα επεισόδια διεξάγονται στο Πόρτλαντ.

βυθίζω

(immerse) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bathe the chicken in a mixture of water, salt, vinegar, and brown sugar.
Βούτηξε το κοτόπουλο σε ένα μείγμα από νερό, αλάτι, ξύδι και μαύρη ζάχαρη.

λούζω

(figurative, usually passive (immerse in sunlight) (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The room was bathed in warm sunlight.
Το ζεστό φως του ήλιου έλουζε το δωμάτιο.

απολαμβάνω

(figurative (relish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lena bathed in the praise showered upon her after her performance in the play.

μούσκεμα από τα δάκρυα

adjective (figurative, poetic (face: wet from crying)

She looked up, her face bathed in tears, and said: "Please don't go."

πνιγμένος

verbal expression (figurative (encumbered or oppressed) (μτφ: σε κτ ή με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lawyer was bogged down in paper work.

είμαι μουτρωμένος, έχω μουτρώσει

verbal expression (informal (be in sullen mood, pout)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω με κπ

verbal expression (be communicating)

Do you know how Steve's doing these days? Are you two still in contact?

συνδέομαι με κπ/κτ

verbal expression (communicate with)

The man suspected of the bombing attack had been in contact with a foreign terrorist organization.

έρχομαι σε επαφή με κτ

verbal expression (touch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I develop a rash if my skin is in contact with nickel for too long.

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

verbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat.

κρατάω επαφή

verbal expression (informal (stay in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you two still in touch?
Έχετε κρατήσει επαφή;

μιλάω

verbal expression (informal (make contact) (καθομ, μεταφορικά: προφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll be in touch soon.
Μιλάμε σύντομα.

επικοινωνώ με κπ

verbal expression (informal (make contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have you been in touch with her recently?

κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ

verbal expression (informal (habitually be in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you still in touch with your friends from high school?
Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο;

έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ

verbal expression (informal (be friendly with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι διχασμένος

expression (be undecided)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι διχασμένος

verbal expression (figurative (person: be conflicted)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She was torn in two over having to decide which of her parents she would live with.

καταρρακώνομαι

verbal expression (figurative (person: feel devastated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was torn in two when she left me.

είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος

verbal expression (figurative (be definitively prescribed)

The rules cannot be changed, they are written in stone!

έχω στο νου μου

verbal expression (consider, take into account)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bear in mind that we already have an enormous sum invested in the project.
Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο.

έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου

conjunction (considering that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That is a great score, bearing in mind that you just started studying yesterday.

η ομορφιά είναι υποκειμενική

expression (beauty is subjective)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ μέρους

preposition (in place of [sb]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm phoning on behalf of my daughter, who has lost her voice. The millionaire sent somebody to bid on the painting on his behalf.

πιστεύω σε κτ

verbal expression (advocate doing)

I believe in giving to charities that keep their administrative costs to a minimum.
Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα.

είμαι διπλωμένος στα δύο

adjective (person: doubled over) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she came in, she was bent in half because of the pain.
Όταν μπήκε μέσα ήταν διπλωμένη στα δύο από τον πόνο.

είμαι διπλωμένος στα δύο

adjective (thing: folded in two) (κυριολεκτικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After a freak spring snowstorm, the daffodils were bent in half under the weight of the snow.

προτίμηση σε κτ/κτ

noun (inclination: in favor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The electoral system suffers from bias in favour of one particular party.

οπισθογράφηση

noun (business: without named payee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του in

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.