Τι σημαίνει το while στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης while στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του while στο Αγγλικά.

Η λέξη while στο Αγγλικά σημαίνει ενώ, ενώ, όσο, ενώ, ταυτόχρονα, ενώ, ώρα, σκοτώνω την ώρα μου, πολύς καιρός, πριν λίγο καιρό, μετά από λίγο, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, οδήγηση σε κατάσταση μέθης, μια στο τόσο, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, για λίγο, σε λιγάκι, σε λίγο, σε λίγο καιρό, σύντομα, σε λίγο, μικρό χρονικό διάστημα, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, περιστασιακά, αρκετός καιρός, εδώ και αρκετό καιρό, παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο, σκοτώνω την ώρα μου, αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης while

ενώ

conjunction (during the time that)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
She wrote an email while watching TV.
Έγραψε ένα γράμμα όταν έβλεπε τηλεόραση.

ενώ

conjunction (as long as)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
We should make hay while the sun shines!
Θα έπρεπε να φτιάξουμε σανό ενόσω έχει ήλιο!

όσο

conjunction (so long as)

While there is adequate food and water, the people will accept any authority or army.
Εφόσον υπάρχει αρκετό φαγητό και νερό, ο κόσμος θα δεχτεί κάθε αρχή ή στρατό.

ενώ

conjunction (although)

While I'm glad he's come to stay with us, I do wish he wouldn't use all the milk!
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

ταυτόχρονα

conjunction (comparison: at the same time as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
While the rule changes will benefit spectators somewhat, referees will be really overjoyed.
Οι αλλαγές στους κανόνες θα ευνοήσουν κάπως τους θεατές, ταυτόχρονα όμως οι διαιτητές θα είναι υπερευτυχισμένοι.

ενώ

conjunction (but)

Even though we do the same job, he makes $50,000 per year while I only make $40,000.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

ώρα

noun (time interval) (μικρό χρονικό διάστημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A while passed before she finally came.
Πέρασε καιρός (or: χρόνος) μέχρι να έρθει.

σκοτώνω την ώρα μου

phrasal verb, transitive, separable (time: spend idly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I whiled away a few minutes looking in shop windows.

πολύς καιρός

noun (considerable period of time)

It's been a long while since I played golf.

πριν λίγο καιρό

adverb (short time in the past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A while ago I went on vacation to Cancun.

μετά από λίγο

adverb (some time later)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At first he felt no pain. After a while, his arm began to ache.
Στην αρχή δεν ένιωσε πόνο. Μετά από λίγο το χέρι του άρχισε να πονάει.

εν τω μεταξύ, στο μεταξύ

expression (at the same time, meanwhile)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He said he was working hard at the university but all the while he was going to the race track.

οδήγηση σε κατάσταση μέθης

noun (uncountable, written, initialism (driving while intoxicated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια στο τόσο

expression (occasionally) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every once in a while, Paula goes to the gym.

για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο

adverb (for a short time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll stay for a little while, if you don't mind. We'll have to wait for a little while before the train comes.
Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο.

για λίγο

adverb (for some time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm going down to the pub for a while.
Κατεβαίνω στην παμπ για λίγο.

σε λιγάκι, σε λίγο

adverb (soon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Olivia said that she would be there in a little while.

σε λίγο καιρό

adverb (soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύντομα

adverb (within a brief span of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λίγο

adverb (a short time from now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be back in a while to pick up the rest of my belongings.

μικρό χρονικό διάστημα

noun (informal (short time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It will only take me a little while to finish this book.

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

verbal expression (figurative (use an opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιστασιακά

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hear from old school friends once in a while.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

αρκετός καιρός

adverb (a considerable time)

It has been quite a while since I last saw him.

εδώ και αρκετό καιρό

adverb (for a considerable time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I haven't seen him for quite a while.

παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο

verbal expression (informal (be fairly time-consuming) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτώνω την ώρα μου

verbal expression (find ways to pass the time)

He whiled away his hours in prison by reciting poetry to himself.

αξίζει τον κόπο

expression (worth the time, effort, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Go and see this movie; I promise you it's worth your while.

αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ

expression

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's worth your while reading the reviews before buying a camera.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του while στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του while

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.