Τι σημαίνει το wing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wing στο Αγγλικά.
Η λέξη wing στο Αγγλικά σημαίνει φτερό, φτερό, πτέρυγα, wing, εξτρέμ, φτερούγα, παρασκήνιο, πετάω, πετώ, τραυματίζω, φτερό, αριστερός, σοσιαλιστής, μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος, δεξιός, συντηρητικοί, απογειώνομαι, υπό την προστασία, πολυθρόνα με μπράτσα, αντισμήναρχος, αυτοσχεδιάζω, πλευρικός καθρέφτης, πεταλούδα, τρελός, παλαβός, σκαρπίνια, άκρη φτερού, ακροπτερύγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wing
φτερόnoun (of bird) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bird flapped its wings and rose into the sky. Το πουλί κούνησε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό. |
φτερόnoun (of airplane) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark looked out of the window and saw the plane's wing. Ο Μαρκ κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε το φτερό του αεροπλάνου. |
πτέρυγαnoun (of building) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The north wing of the building gets cold in the winter. Η βόρεια πτέρυγα του κτιρίου είναι παγωμένη τον χειμώνα. |
wingnoun (sports: place) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The player came in from the wing and performed a successful tackle. |
εξτρέμnoun (sports: player) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The midfielder passed the ball to the wing. Ο μέσος έδωσε πάσα στο εξτρέμ. |
φτερούγαnoun (as food) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda was carving the chicken and asked Oliver if he'd prefer a leg or a wing. |
παρασκήνιοplural noun (area just off stage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The actors gathered in the wings before the start of the first act. |
πετάω, πετώtransitive verb (slang (throw) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe winged the ball to Wendy. |
τραυματίζωtransitive verb (injure in arm or wing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bullet winged the bird, but didn't kill it. |
φτερόnoun (UK (side panel of a car) (μεταφορικά: αυτοκίνητο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αριστερός, σοσιαλιστήςadjective (politics: socialist) (πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The opposition was horrified by the new prime minister's left-wing policies. |
μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματοςnoun (members of socialist or leftist political parties) (πολιτική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The left wing always makes that argument. |
δεξιόςadjective (politics: Conservative, Republican) (πολιτική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Right-wing parties are invariably opposed to abortion. |
συντηρητικοίnoun (politics: conservative faction) (πολιτική) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The right wing of the party was less inclined to compromise than the rest of the party. Οι συντηρητικοί του κόμματος ήταν πιο απρόθυμοι να συμβιβαστούν από ό,τι τα υπόλοιπα μέλη του κόμματος. |
απογειώνομαιverbal expression (start to fly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The eagle took wing and flew out of sight. |
υπό την προστασίαexpression (guided or protected by) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The young student made rapid progress after he was taken under the wing of the master chef. |
πολυθρόνα με μπράτσα(furniture) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντισμήναρχοςnoun (air force: mid-rank officer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) He's just been promoted to the rank of wing commander. |
αυτοσχεδιάζωverbal expression (informal (improvise, muddle through) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian didn't have a speech prepared, so he had to wing it. |
πλευρικός καθρέφτηςnoun (small mirror at either side of a vehicle) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πεταλούδαnoun (threaded nut with extensions for turning) (ζαργκόν: είδος βίδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) To make the clamp easier to remove without tools, I installed wing nuts. |
τρελός, παλαβόςnoun ([sb] deranged, obsessed) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is a bit of a wing nut, isn't he? |
σκαρπίνιαplural noun (parts of a shoe) (αντρικά παππούτσια) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
άκρη φτερούplural noun (pointed ends of aircraft wings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The plane had military decals on the wing tips. |
ακροπτερύγιοnoun (extremity of plane wing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.