Τι σημαίνει το wise στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wise στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wise στο Αγγλικά.
Η λέξη wise στο Αγγλικά σημαίνει σοφός, συνετός, συνετός, κατά, από άποψης, από θέμα, βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, μαθαίνω, ενημερώνω, συμβουλή, από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας, ανακαλύπτω, μαθαίνω, οικονόμος, επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού, διορατικός, όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρού, εξυπνάκιας, ξερόλας, ο σοφός, μάγος, σοφός γέροντας, εξυπνάκιας, εξυπνάκιας, δήθεν έξυπνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wise
σοφόςadjective (person: knowing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Everybody went to the wise old man for advice. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Θαλής ήταν ένας απ' τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. |
συνετόςadjective (act, decision: judicious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was considered a good manager because of his wise decisions. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι συνετό (or: φρόνιμο) ν' αφήνεις ένα παιδί μόνο του! |
συνετόςadjective (act: prudent, sensible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Driving at night with no lights was not a wise thing to do. Το να οδηγείς τη νύχτα χωρίς φώτα δεν ήταν συνετή πράξη. |
κατάsuffix (in a given way, direction) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) For example: lengthwise Για παράδειγμα: κατά μήκος |
από άποψης, από θέμαsuffix (relating to particular thing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What do we need to pack clothes-wise for our holiday? Από θέμα ρούχων τι θα χρειαστεί να πακετάρουμε για τις διακοπές μας; |
βάζω μυαλό, συμμορφώνομαιphrasal verb, intransitive (US, informal (become aware) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wise up and stop acting like such a fool. Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα. |
μαθαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (US, informal (realise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I hope you wise up to his tricks before you get hurt. Ελπίζω να μάθεις τα κόλπα του πριν πληγωθείς. |
ενημερώνωphrasal verb, transitive, separable (US, informal (make aware) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμβουλήnoun (colloquial (giving warning, advice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A word to the wise: do not visit this neighborhood alone after dark. Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει. |
από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίαςadjective (pertaining to your profession) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακαλύπτω, μαθαίνωverbal expression (discover a scheme or secret) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οικονόμοςadjective (careful in spending money) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρούadjective (skillful in predicting the weather) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διορατικόςadjective (figurative (skillful in predicting opinions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρούadverb (as far as the weather is concerned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Weather-wise, it looks as though we are in for a gorgeous weekend. |
εξυπνάκιας, ξερόλαςnoun (slang ([sb] overly self-assured) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Don't talk back - nobody likes a wise guy. |
ο σοφόςnoun (man with great knowledge) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Edward asked the wise man for advice. |
μάγοςnoun (man who knows about magic) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The wise men gave the prince a magic potion. |
σοφός γέρονταςnoun (psychology: Jung archetype) |
εξυπνάκιαςnoun (US, slang, pejorative, vulgar ([sb] smug, know-it-all) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξυπνάκιαςnoun as adjective (US, slang, pejorative, vulgar ([sb]: smug, know-it-all) (καθομιλουμένη) |
δήθεν έξυπνοςnoun as adjective (US, slang, pejorative, vulgar (remark: smug, clever) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wise στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wise
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.