Τι σημαίνει το sensible στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sensible στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sensible στο Αγγλικά.

Η λέξη sensible στο Αγγλικά σημαίνει λογικός, λογικός, εύλογος, κατάλληλος, που έχει επίγνωση, αισθητός, εμφανής, λογική τιμή, πρακτικά παπούτσια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sensible

λογικός

adjective (person: having common sense)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nathan is very sensible; he never does anything wild and spontaneous.
Ο Νέιθαν είναι πολύ λογικός. Δεν κάνει ποτέ τίποτα άστοχα κι αυθόρμητα.

λογικός, εύλογος

adjective (reasonable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As you've just lost your job, not buying that car is a sensible decision.
Είναι λογική η απόφαση να μην αγοράσεις εκείνο το αυτοκίνητο, καθώς μόλις έχασες τη δουλειά σου.

κατάλληλος

adjective (practical, suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We'll be spending time on the farm today, so please wear sensible clothes.
Θα αφιερώσουμε χρόνο στο αγρόκτημα σήμερα, γι' αυτό σας παρακαλώ φορέστε κατάλληλα ρούχα.

που έχει επίγνωση

(formal (aware) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Patricia was sensible of the kindness the Joneses were showing her by letting her stay with them.
Η Πατρίσια είχε επίγνωση της καλοσύνης που της έδειχναν οι Τζόουνς επιτρέποντάς της να μένει μαζί τους.

αισθητός, εμφανής

adjective (formal (considerable, noticeable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a sensible difference between the quality of work produced by these two employees.

λογική τιμή

noun (reasonable cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hope I'll get a sensible price for my mother's old piano.

πρακτικά παπούτσια

plural noun (figurative (plain robust footwear) (άνετα, αλλά όχι μοντέρνα)

We will be doing a lot of walking during the day, so please make sure you wear sensible shoes.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sensible στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sensible

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.