Τι σημαίνει το human στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης human στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του human στο Αγγλικά.
Η λέξη human στο Αγγλικά σημαίνει άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινος, ανθρωπιά, από ανθρώπινο χέρι, Υπουργείο Υγείας, εργονομία, συνάνθρωπος, HIV, ανθρώπινη δραστηριότητα, ανατομία του ανθρώπου, ανατομία του ανθρώπινου σώματος, άνθρωπος, άνθρωπος, ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινο κεφάλαιο, ανθρώπινη φύση, εξέλιξη του ανθρώπου, πρόοδος του ανθρώπου, ανάπτυξη του ανθρώπου, ανθρώπινη προσπάθεια, ανθρώπινο σφάλμα, ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη μορφή, ανθρώπινη αδυναμία, ανθρώπινος γενετικός κώδικας, ανθρωπογεωγραφία, ανθρώπινη ιστορία, ζωή, ανθρώπινη φύση, ανθρώπινο είδος, διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού, ανθρώπινα δικαιώματα, ανθρωποθυσία, άτομο που θυσιάζεται, κοινωνικές υπηρεσίες, δουλέμπορος, ανθρώπινο είδος, ανθρώπινο πνεύμα, πειράματα σε ανθρώπους, δοκιμές σε άνθρωπους, μη ανθρώπινος, υπερδύναμη, ακατάλληλος για κατανάλωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης human
άνθρωποςnoun (human being: person) (ον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Humans have populated the earth for thousands of years. Οι άνθρωποι υπάρχουν στη γη εδώ και χιλιάδες χρόνια. |
ανθρώπινοςadjective (belonging to the human race) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, this is a human leg bone. Ναι, αυτό το κόκκαλο είναι από ανθρώπινο πόδι. |
ανθρώπινοςadjective (characteristic of humans) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The cat has a human curiosity. Η γάτα έχει ανθρώπινη περιέργεια. |
ανθρωπιάadjective (generous, humane) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was human of him to help the poor people. Έδειξε μεγάλη ανθρωπιά βοηθώντας τους φτωχούς. |
από ανθρώπινο χέριadverb (touched, made: by people) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Υπουργείο Υγείαςnoun (HHS: US government agency) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργονομίαnoun (workspace design) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My psychology professor is an expert in ergonomics. |
συνάνθρωποςnoun ([sb] else who is experiencing life) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
HIVnoun (initialism (AIDS virus) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The hospital has reported several new cases of HIV this month. |
ανθρώπινη δραστηριότηταnoun (anything done by people) He argued that global warming is caused by human activity. |
ανατομία του ανθρώπου, ανατομία του ανθρώπινου σώματοςnoun (structure of the human body) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The heart, lungs and brain are integral parts of the human anatomy. |
άνθρωποςnoun (person: distinct from animals) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The kind way she treats people makes her a real human being. Ο ευγενικός τρόπος με τον οποίο φέρεται στον κόσμο την κάνει πραγματικό άνθρωπο. |
άνθρωποςnoun (homo sapiens) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The earliest human beings lived in Africa. Οι πρώτοι άνθρωποι έζησαν στην Αφρική. |
ανθρώπινο σώμαnoun (physical anatomy of a person) The human body has evolved over time to adapt to new living conditions. |
ανθρώπινο κεφάλαιοnoun (people as assets) Human capital is important for the growth of the economy. |
ανθρώπινη φύσηnoun (mortality) Life and death are the opposite ends of the human condition. |
εξέλιξη του ανθρώπουnoun (improvement of people's well-being) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόοδος του ανθρώπουnoun (humans' advancement over time) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανάπτυξη του ανθρώπουnoun (human's change over a lifespan) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανθρώπινη προσπάθειαnoun (work done by people) |
ανθρώπινο σφάλμαnoun ([sb]'s mistake) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) One must consider human error when evaluating accuracy of the data. |
ανθρώπινο σώμαnoun (human body, figure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many aspects of the human form clearly show the close relationship of our species with the great apes. |
ανθρώπινη μορφήnoun (shape of a human being) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The door opened and a human form stood silhouetted against the light. In works of science fiction it is not unusual for aliens to assume a human form. Η πόρτα άνοιξε και μια ανθρώπινη μορφή στεκόταν απέναντι στο φως. Σε έργα επιστημονικής φαντασίας δεν είναι ασυνήθιστο οι εξωγήινοι να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. |
ανθρώπινη αδυναμίαnoun (fallible nature of human beings) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανθρώπινος γενετικός κώδικαςnoun (genetic code of human beings) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The mapping of the human genome is a stunning scientific achievement. |
ανθρωπογεωγραφίαnoun (people and places) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At college, I preferred to study human geography rather than physical geography. |
ανθρώπινη ιστορίαnoun (news item about people's lives) It's a human interest story about a boy who successfully battled against cancer. |
ζωήnoun (humanity, people) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) So far there is no evidence of human life on Mars. |
ανθρώπινη φύσηnoun (innate psychological characteristics of humans) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The greedy man stole from his neighbors, but isn't that just human nature? |
ανθρώπινο είδοςnoun (humanity, humans as a species) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The human race had better learn to look after this planet - it's the only one we've got! |
διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικούnoun (HR: personnel recruitment department) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Someone from human resources gave me some forms to complete. Κάποιος απ' τη διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού μου έδωσε να συμπληρώσω μερικά έντυπα. |
ανθρώπινα δικαιώματαplural noun (basic civil freedoms) Amnesty International is a worldwide organization which campaigns for human rights. Η Διεθνής Αμνηστία είναι μια παγκόσμια οργάνωση που διεξάγει εκστρατείες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. |
ανθρωποθυσίαnoun (religion: killing [sb] for a god) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Aztecs practiced human sacrifice. |
άτομο που θυσιάζεταιnoun (religion: [sb] killed for a god) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην ελληνική μυθολογία, η Ιφιγένεια έγινε θυσία στη θεά Άρτεμι από τον ίδιο της τον πατέρα. |
κοινωνικές υπηρεσίες(US (social services) |
δουλέμποροςnoun (person who traffics in people) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) He was arrested for being a human smuggler after they discovered the women imprisoned in the truck. |
ανθρώπινο είδοςnoun (humanity, homo sapiens) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανθρώπινο πνεύμαnoun (will or inner strength) |
πειράματα σε ανθρώπους, δοκιμές σε άνθρωπουςplural noun (testing done on people) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Although some malaria vaccines seem promising on animals, none have yet succeeded in human trials. |
μη ανθρώπινοςadjective (not belonging to homo sapiens) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερδύναμηnoun (extraordinary physical power) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακατάλληλος για κατανάλωσηadjective (not safe to eat) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The 60-year-old chocolate was unfit for human consumption. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του human στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του human
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.